Καρδιοθραύστης

Η καλύτερη στιγμή του διαβόλου είναι όταν σε ξεγελάει, σου κλέβει την ψυχή και το κόκαλο της απόλαυσης της αμαρτίας, αυτό που παθιασμένα κυνηγούσες, το κάνει σκόνη μπροστά στα μάτια σου. Η σύντριψη και η καταρράκωση  του ανθρώπου είναι γι’ αυτόν ηδονή. Θα ήταν ένας πολύ συμβατικός πωλητής αν  το μόνο που έκανε ήταν μια απλή ανταλλαγή ματαιοδοξίας για ψυχές. Όσο και να τον εξιτάρει το υπερκέρδος της αγοράς,η  μεγαλύτερη απόλαυσή του είναι όταν εσύ, πεπεισμένος για το συμφέρον της ανταλλαγής, έχοντας δώσει αμέτρητες προκαταβολές, έρθεις μπροστά του να ζητήσεις αυτό που νομίζεις ότι αξίζεις ή κέρδισες. Γύρω σου αμέτρητοι με γλυκιά ευδαιμονία στα πρόσωπά τους, μασουλάν τα κόκαλά τους. Εσένα όμως σε πλησιάζει και σου λέει: «Δε  θα πάρεις   τίποτα!». Χάνεσαι με απορία. Δε βγάζεις λογική. Αν και κανένας δε σου εγγυήθηκε λογική. Η πραγματικότητά σου ήταν μια φούσκα που μόλις έσπασε και πέφτεις χωρίς να έχεις να πιαστείς από πουθενά. Χρειάζεσαι χρόνο για να καταλάβεις πως εξαπατήθηκες. Θρηνείς για όσα έδωσες ή χειρότερα, για όσα δεν πήρες.
Πρόσεξε τί είναι αυτά που ποθείς. Δε λέω τόσο για τα απλά που θα πεις και στους φίλους σου όσο για τα άλλα. Εκείνα τα κρυμμένα βαθιά στην καρδιά σου μυστικά. Σαν τέρατα τα δένεις στο υπόγειο. Τα επισκέπτεσαι κρυφά και τα ταΐζεις κομμάτια από την καρδιά σου. Θυμήσου. Ποιος τα έβαλε εκεί; Τι σου είπε ότι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν; Γιατί τόσο καιρό κατασπαράζουν την καρδιά σου; Κοίτα, δυνάμωσαν και χτυπάνε την πόρτα του υπογείου. Ντρέπεσαι. Δεν έπρεπε να γίνει έτσι, αλλιώς τα είχες υπολογίσει. Έδωσες την καρδιά σου και δεν πήρες τίποτα. Μόνο τερατώδη προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Και πώς να το κάνεις χωρίς κουράγιο, χωρίς καρδιά. Μη θαρρείς όμως πως είσαι πιο άτυχος, πιο αδικημένος από αυτούς, που τα τέρατά τους φόρεσαν μια όμορφη μάσκα και μένουν να τα κοιτούν αποχαυνωμένοι. Ούτε  εδώ υπάρχει λογική. Όπου πίσω από την ψεύτικη ομορφιά της, η αμαρτία με νύχια και με δόντια σκίζει ότι τους έχει μείνει.  Εσύ τι έχασες παρά μια ψευδαίσθηση. Θα έλεγα φίλε μου πως είσαι τυχερός.
Μέσα σε σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια έχω δει ανθρώπους που είχαν πάρει τη δόση τους και βρίσκονταν σε έναν κόσμο φανταστικό, που όπως ήρθε θα φύγει και θα τους αφήσει πιο άδειους από πριν. Μαζί τους ήταν κάποιος που έκλαιγε. Τον είχαν κοροϊδέψει και τα ναρκωτικά που του πούλησαν δεν τον πήγαν πουθενά. Ίσως να κατάλαβε κάτι πιο σημαντικό. Τελικά δεν τον είχαν εξαπατήσει, πούλησαν και σε αυτόν ένα ψέμα. Μάλιστα ένα ψέμα πιο αληθινό από των διπλανών του. Είπα ότι είμαστε τυχεροί γιατί εκεί ημινηφάλιοι  πάνω σε αυτό το θυμό και την αγανάκτηση φαντάζει πιο εύκολο να μπουν μπροστά μας όλα σε μια ζυγαριά. Όσα δώσαμε και όσα (δεν) πήραμε. Και η ζυγαριά θα σπάσει από το βάρος της μιας πλευράς και θα μας συντρίψει.
Μέσα στη μαύρη αγορά του κόσμου γυρίζουμε με μια σπασμένη καρδιά στα χέρια και ζητάμε αγοραστή. Το προϊόν ελαττωματικό, σου λένε, δεν αξίζει τίποτα. Αλλά και όσοι ήρθαν με μια ολοκαίνουρια έφυγαν εξαπατημένοι. Υπάρχει ένα καρτέλ σε αυτήν την αγορά που δε σε αφήνει να μάθεις την πραγματική αξία αυτού που κρύβεις μέσα σου. Κάποιος άλλος μας σταματά. Έχει μυρωδιά ενός άλλου κόσμου. Τι δουλειά έχει εδώ; Πώς έγινε ένας από μας; Λέει ότι αυτό που έχουμε είναι πολύ μεγάλης αξίας. Λέει πως είναι τόσο σημαντικό που ήρθε σε αυτή την αγορά, σε αυτόν που κρατάει όλες τις καρδιές που πέρασαν από εδώ για να τις γυρίσει πίσω. Καλά, και αυτός δέχτηκε; Ναι, η εξαγορά ήταν τρομερή, το κόστος μεγάλο, το αντίτιμο η ζωή Του. Μα γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί χωρίς καρδιά δεν μπορούμε να ζήσουμε. Μας αγαπάει τόσο που για να ζήσουμε εμείς έγινε Αυτός θυσία. Και η δικιά μου καρδιά που τώρα είναι κομμάτια; Κοίτα τα χέρια Του. Πληγώθηκε Αυτός για να θεραπευτούμε εμείς. Πάρε τη, Χριστέ μου, μόνο εσύ την αξίζεις!– Ξέρεις τι θα σου δώσω Εγώ για αυτή την καρδιά; Αιώνια ζωή! Όχι μόνος, αλλά μαζί.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *