Γιώργος Καλαντζής: Χριστιανός και κρατική εξουσία

Συναντήσαμε τον καθηγητή θεολογίας του Wheaton College των Η.Π.Α. και μιλήσαμε για την εξουσία, τον στρατό και τι σημαίνει πρακτικά να αγαπάς τον εχθρό σου.

11911872_10153462674180837_434488687_n

Δεν μπορείς να έχεις δύο κυρίους. Δεν μπορείς να πεις στη βάφτισή σου σαν χριστιανός: ο Θεός είναι ο κύριός μου, μπαίνω μέσα στην οικογένειά του, και από την άλλη να πεις: ο Καίσαρας ή η πολιτεία ή η πατρίδα είναι ο πραγματικός κύριος μου και θα μου πει τι θα κάνω. Δεν γίνονται και τα δύο.

Ο Γιώργος Καλαντζής είναι καθηγητής θεολογίας στο Wheaton College των Η.Π.Α. H έρευνά του εστιάζει κυρίως στην εξέλιξη της χριστολογικής και τριαδικής σκέψης, αλλά και την αλληλεπίδραση της κλασσικής ελληνορωμαϊκής κοινωνίας με τον πρώιμο χριστιανισμό.

 

Πώς αντιλαμβάνεστε την κρατική εξουσία και τους κυβερνώντες υπό το πρίσμα του Χριστιανού;
Όταν η Βίβλος και ο Χριστιανισμός, σαν θρησκεία, σαν κοινότητα και σαν κοινωνική υπόσταση προσπαθεί να σκεφτεί πάνω σε αυτή την ερώτηση, σκέφτεται σε διάφορα επίπεδα. Πρώτον, τι είναι το κράτος, δεύτερον, τι θα πει εξουσία, τρίτον, τι θα πει κυβερνώντες και τέταρτον, φυσικά, τι θα πει Χριστιανισμός. Δηλαδή, ουσιαστικά, θα πρέπει να δούμε μία – μία τις λέξεις.

Η Βίβλος στην Παλιά και στην Καινή, αλλά ιδιαίτερα στην Καινή Διαθήκη, λέει ότι δεν υπάρχει εξουσία, η οποία να μην έχει δοθεί από τον Θεό. Επομένως, ο Χριστιανός βλέπει την έννοια της εξουσίας, των κυβερνώντων εξουσιών, ως βαλμένη από τον Θεό.

Ποια είναι, λοιπόν, η θέση των κυβερνώντων στην κρατική εξουσία; Και αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο, όπως αναφέρεται και στην προς Ρωμαίους επιστολή, οι κυβερνώντες, ο άρχοντας, είναι εκεί από τον Θεό, όχι για να δώσει τη δική του δικαιοσύνη, δηλαδή να εφαρμόσει αυτό που το κράτος, η φιλοσοφία του, ο ίδιος θεωρεί ή οι νόμοι του θεωρούν ως δικαιοσύνη, αλλά για να εφαρμόσει τη δικαιοσύνη του Θεού. Και αυτό το βλέπουν οι Χριστιανοί από τα πρώτα χρόνια. Από τον Ιουστίνο τον μάρτυρα, στην επιστολή του Διόγνητου κτλ. Δηλαδή από πάρα πολύ νωρίς, από τον δεύτερο αιώνα ουσιαστικά. Οι Χριστιανοί λοιπόν βλέπουν, ότι η θέση του κυβερνήτη είναι να παραμένει κάτω από την εξουσία του Θεού. Και αυτό είναι βασική αρχή. Γιατί εκείνη την εποχή, ίσως όπως τώρα, οι κυβερνώντες θεωρούσαν τους εαυτούς τους «θεούς». Ο Δομιτιανός ονομάζει τον εαυτό του, όχι απλά «υιό θεού», όπως έκαναν οι προηγούμενοι από αυτόν, αλλά «ζωντανό θεό».

Επομένως, θεωρεί τον εαυτό του ως πηγή και ερμηνευτή του δικαίου. Οι χριστιανοί λοιπόν, και το βλέπουμε αυτό διαχρονικά μέσα στην ιστορία, βάζουν ηθικά και οντολογικά τον κάθε κυβερνώντα στη θέση του, δηλαδή κάτω από τον Θεό. Και μάλιστα σε αυτές τις απολογητικές επιστολές (στον Κλήμη και λοιπούς) βλέπουμε τους χριστιανούς να προσεύχονται για τους κυβερνώντες – για αυτούς που είναι σε εξουσία.

Ο Παύλος ο ίδιος το λέει, και ο Πέτρος το λέει: «προσεύχεστε!». Αυτό δεν σημαίνει ότι τους υπακούς. Αυτό σημαίνει ότι τους φέρνεις κάτω από τον Θεό και τους θυμίζεις ότι αυτή είναι η θέση τους. Ο χριστιανός, λοιπόν, βλέπει το έθνος-κράτος σαν κάτι που ο Θεός το δίνει, αλλά για ποιον λόγο; Για να υπάρχει ειρήνη και για να εξασκείται η δικαιοσύνη του Θεού. Η δικαιοσύνη του Θεού έχει σαν βασικό της σκοπό τη συμφιλίωση και τη φροντίδα αυτών που είναι στο περιθώριο (της χήρας, του ορφανού, των αρρώστων, των μολυσμένων κ.τ.λ.). Αυτή είναι η δικαιοσύνη του Θεού, και οι κυβερνώντες έχουν αυτήν την ευθύνη. Το πρόβλημα είναι: τι γίνεται, όταν οι κυβερνώντες δεν ακολουθούν τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά θέλουν να εφαρμόσουν τη δική τους δικαιοσύνη. Διαχρονικά, ο χριστιανισμός, οι χριστιανοί θυμίζουν με τα λόγια τους και με τις πράξεις τους στους κυβερνώντες, ποια είναι η θέση τους και προσεύχονται για αυτούς: ο Θεός να τους δίνει σοφία, έτσι ώστε να μπουν πραγματικά εκεί που είναι, δηλαδή κάτω από την κυριαρχία του Θεού. Έτσι βλέπει ο χριστιανός την κρατική εξουσία και τους κυβερνώντες.

Υπάρχουν τομείς όπου τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός πολίτη συγκρούονται με τις αξίες ενός χριστιανού;
Ναι, αυτό είναι βασική αρχή, γιατί το βλέπουμε από τις ίδιες τις αφηγήσεις, και για τον Ιησού, και των μαθητών, της πρώτης εκκλησίας, δηλαδή αυτών των πρώτων γενιών, αλλά και μετά, τους επόμενους αιώνες, ακριβώς το ίδιο. Για παράδειγμα, υποχρέωση ενός πολίτη στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν να προσφέρει θυσία στους θεούς για το καλό της πόλης και της αυτοκρατορίας. Είναι υποχρέωση, δεν είναι απλά θρησκεία, δηλαδή τι έχεις μες στην καρδιά σου ή τι πιστεύεις. Τους Ρωμαίους δεν τους ενδιέφερε τι έχεις μέσα στην καρδιά σου. Η Ρωμαϊκή θρησκεία δεν ενδιαφέρεται για το τι νομίζεις μες το κεφάλι σου, μες στο μυαλό σου. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι το τι κάνεις πρακτικά. Γιατί αυτή είναι η σχέση του “religio”, ότι δηλαδή «βάζεις» μαζί, «δένεις» μαζί, τον έναν με τον άλλον. Είναι κοινωνική θρησκεία. Γιατί; Γιατί ο τρόπος με τον οποίο εξασκώ εγώ τη θρησκεία (δηλαδή με τον σεβασμό και τη θυσία στους θεούς) επηρεάζει το πώς οι θεοί αντιμετωπίζουν την υπόλοιπη κοινότητα.

Έτσι λοιπόν, βλέπουμε παραδείγματος χάριν τους αποστόλους, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι σαν πολίτες να θυσιάζουν, να υπακούσουν, να δεχθούν τον Καίσαρα. Το κάνουν; Από τη μια το κάνουν και από την άλλη δεν το κάνουν. Πώς; Από τη μια τιμούν τον Καίσαρα, αλλά από την άλλη δεν υπακούν τον Καίσαρα (ή γενικά την εξουσία). Όταν η εξουσία τους λέει: «δεν θα μιλήσετε», αυτοί απαντούν: «θα μιλήσουμε, γιατί πάνω από σένα είναι η εξουσία του Θεού». «Ωραία λοιπόν, αφού θα το κάνετε αυτό, θα παρακούσετε, θα σας σκοτώσω». Η επιλογή που έχουν τώρα είναι να πουν: «επαναστατώ και έρχομαι σε ανυπακοή με επανάσταση» ή «τιμώ τον Καίσαρα, την εξουσία, και επειδή αρνούμαι θα δεχθώ το τίμημα». Δηλαδή: «δεν θα παύσω να μιλάω, και εσύ (Καίσαρα) έχεις το δικαίωμα να με σκοτώσεις». Αυτό θα πει: «τιμώ τον Καίσαρα», δηλαδή «σέβομαι το δικαίωμα σου να με σκοτώσεις». Θες να με διώξεις, δίωξέ με. Θες να με σκοτώσεις, σκότωσέ με. Θες να με αφήσεις να κάνω αυτό που κάνω; Άφησέ με. Αλλά εγώ δεν θα σε υπακούσω. Θα σε τιμήσω, αλλά δεν θα σε υπακούσω

Ο Τερτυλλιανός στο τέλος του δεύτερου αιώνα, αρχές του τρίτου, λέει καταρχήν: Αυτή είναι η βασική διαφορά, ότι εμείς, σαν χριστιανοί δεν επαναστατούμε! Δεν έχετε εσείς σαν Ρωμαίοι, σαν κυβερνώντες να φοβηθείτε κάτι από μας. Γιατί εμείς προτιμούμε να μας σκοτώσετε, παρά να σκοτώσουμε.

Είναι η υποχρέωση του πολίτη που συγκρούεται με τις αξίες τους χριστιανού.

Να θέσω και ένα άλλο παράδειγμα, είναι «υποχρέωση» του πολίτη στην αρχαία εκκλησία, ως πολίτης, να υπερασπίζεται την πόλη μπαίνοντας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εθελοντικά στην στρατιωτική υπηρεσία. Στην αρχή αυτό ήταν κάτι που περιοριζόταν στους νέους υπηκόους, μετά γίνεται γενικότερο, όσο αυξάνεται η αυτοκρατορία. Οι χριστιανοί, κατά βάση, αρνούνται τη στρατιωτική θητεία (να θυμίσω, ότι είναι εθελοντική η στρατιωτική θητεία) μέχρι τα τέλη του 3ου αιώνα, όπου αρχίζει και γίνεται υποχρεωτική η θητεία. Και υποχρεωτική θητεία όχι ατομική, αλλά σαν πόλη υποχρεωτική. Ότι εσύ η Αντιόχεια πρέπει να έχεις τόσους. Βρες τους! – Ίδιο πράγμα με τη φορολογία. – Από σένα τόσους στρατιώτες θα πάρω. Και οι χριστιανοί αρνούνται.

Τους πρώτους 3,5 σχεδόν 4 αιώνες, δεν υπάρχει ούτε ένας χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος να γράφει καταφατικά ή να επιβραβεύει ή να λέει ότι είναι καλή / ευσεβής απασχόληση τα εξής: 1. Να υπηρετείς τον Καίσαρα και τις λεγεώνες του, 2. Να υπηρετείς τον Καίσαρα στη διοίκηση – και ο Τερτυλλιανός μάλιστα είναι ιδιαίτερα αιχμηρός πάνω σε αυτό. Λέει: πώς μπορείς να φορέσεις τον βρώμικο χιτώνα της διοίκησης (πορφυρό της διοίκησης) το οποίο έχει κάνει όλη αυτή τη διαφθορά: έχει σκοτώσει τόσο κόσμο, και εσύ να θεωρείς τον εαυτό σου ότι θα μείνεις καθαρός; Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Οπότε οι αξίες του πολίτη συγκρούονται με τις αξίες του χριστιανού, και ο Χριστιανός πάντοτε διαλέγει, πάντοτε, να τιμήσει τον Καίσαρα – την αρχή – με το να τον αφήσει να τον τιμωρήσει. Ο Παύλος το κάνει στην Έφεσο, το κάνει στους Φιλίππους, το κάνει παντού! Δεν σημαίνει, ότι δεν σηκώνεται να πει: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ; – Εγώ είμαι Ρωμαίος πολίτης! Δεν μπορείς να με χτυπήσεις έτσι, επειδή το θέλεις». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως επαναστάτησε. Δεν είπε, όταν πήγαν να τον χτυπήσουν: «φέρτε τα μαχαίρια να επαναστατήσουμε». Ο Χριστιανός δεν επαναστατεί. Τιμά με το να δέχεται την άδικη κρίση.

Είπατε πριν ότι οι αυτοκράτορες ονομάζονταν «υιός θεού». Έρχεται αυτό σε κάποια σύγκρουση με το ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού;
Πρέπει να καταλάβουμε και να θυμόμαστε πάντα, ότι τόσο ο Ιησούς όσο και οι μαθητές του ζουν σε μια κοινωνία, που έχει δικό της λεκτικό ιδίωμα, δικές της αντιλήψεις και κοσμοθεωρία. Για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκείνη την εποχή, η θρησκεία ήταν κοινωνική σχέση. Κοινωνική, ο ένας με τον άλλο και κοινωνική με τον Θεό. Αυτός ο οποίος ερμήνευε τη θέληση των θεών ήταν ο αρχιεραίας, ο «pontifex maximus». Για τους Ρωμαίος, αυτός ήταν ο Καίσαρας ή αυτός ο οποίος ήταν στην εξουσία. Στην εποχή της αυτοκρατορίας, δηλαδή από τον Ιούλιο Καίσαρα και μετά, από τον Οκταβιανό τον Αύγουστο, αρχίζει μια κοινωνική θρησκευτικότητα, η οποία είναι λίγο διαφορετική από προηγουμένως. Όταν σκοτώθηκε ο Ιούλιος Καίσαρας, θυμάστε ότι έγινε η αποθέωσή του. Δηλαδή οι Ρωμαίοι τον ονομάσαν «θεό». Ο Οκταβιανός ο Αύγουστος είναι λοιπόν ο υιοθετημένος του Ιούλιου Καίσαρα, ο οποίος είναι θεός. Επομένως, ο Αύγουστος τι είναι; «υιός θεού».

Ο Οκταβιανός Αύγουστος παίρνει αυτόν τον τίτλο -«υιός θεού»- και τον χρησιμοποιεί στα δημόσια μέσα προπαγάνδας όπως στα νομίσματά του, στους τίτλους του κ.τ.λ., αλλά δεν τον παίρνει προσωπικά. Άλλοι τίτλοι τους οποίους είχε ο Καίσαρας ή ο αυτοκράτορας ήταν «ο πατέρας της οικογένειας» – «pater familias». Άλλος ένας ήταν «Σωτήρ Ελευθέριος». Κρατάμε: Πατέρας, Πατέρας της οικογένειας, (Πάτερ ημών), Σωτήρας, Ελευθερωτής, Αύγουστος (δηλαδή αυτός τον οποίο σεβόμαστε – ο σεβαστός). Όλοι αυτοί είναι τίτλοι οι οποίοι υπάρχουν γύρω γύρω στην κοινωνία. Και οι χριστιανοί, μάλλον οι μαθητές, ερχόμενοι από την Εβραϊκή κουλτούρα, δεν ανακαλύπτουν μία καινούργια γλώσσα να περιγράψουν τον Ιησού, αλλά παίρνουν τους τίτλους που υπάρχουν γύρω – γύρω, και αλλάζουν την έννοιά τους. Το ίδιο κάνει και ο Ιωάννης στο πρώτο κεφάλαιο: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεό, και Θεός ην ο Λόγος.» Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο για τον Ιωάννη. Ο Ιωάννης το παίρνει αυτό από τη γενική φιλοσοφία του κόσμου, και αλλάζει την έννοια. Γιατί στην κοινή αντίληψη αυτή η αρχή εννοούσε ότι το θεμέλιο όλων είναι η λογική, «ό λόγος». Και η λογική είναι από τους θεούς, είναι παρά θεώ. Και είναι η αρχή των πάντων.

Ο Ιωάννης λέει: ναι – ναι, αυτό που λέτε εσείς, αυτός είναι ο Ιησούς, και αλλάζει ολόκληρη την έννοια. Το ίδιο κάνουν και με τους τίτλους του Ιησού: «Σωτήρας». Ναι υπάρχει η θρησκευτική έννοια της σωτηρίας, αλλά υπάρχει και η κοινωνικοπολιτική έννοια της σωτηρίας. Παίρνουν, δηλαδή, αυτό το οποίο λέει ο αυτοκράτορας για τον εαυτό του και λένε: «εσύ μπορεί να το λες αυτό, αλλά αυτός που είναι πραγματικά σωτήρας, είναι ο Ιησούς. Εσύ μπορεί να λες πως είσαι ο Πατέρας της οικογένειας των ανθρώπων, αλλά αυτός που είναι πραγματικά ο πατέρας, είναι ο πατέρας ο εν τοις ουρανοίς» κτλ.

11910610_10153462674360837_435308729_nΤο ίδιο και με το «Κύριος»;
Το ίδιο και με το «Κύριος». Για αυτό λοιπόν η Καινή Διαθήκη λέει: κανένας δεν μπορεί να πει «Ιησούς Κύριος» παρά εκτός εν Πνεύματι Αγίω. Και εκεί το παρεξηγούμε πολλές φορές. Λέμε «με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος». Δεν λέει τέτοιο πράγμα εδώ. Λέει: Αν δεν είσαι ουσιαστικά σε μια χαρισματική έκσταση, μέσα στο Άγιο Πνεύμα, δεν μπορείς να πεις «ο Ιησούς είναι Κύριος». Και η έννοια του «Κυρίου» είναι παράλληλη, ή αντιπαράλληλη. Ο Ρωμαίος κύριος – αυτοκράτορας – έχει εξουσία στα πάντα πάνω στη ζωή σου. Στη ζωή σου, στην ψυχή σου, στο σώμα σου, στην οικογένειά σου, τα πάντα του ανήκουν. Και ο χριστιανός λέει: δεν μπορείς να έχεις δύο κυρίους. Ή ο Ιησούς είναι κύριος, ή ο Καίσαρας είναι κύριος. Ένα από τα δύο! Για αυτό και μία από τις πρώτες κατηγορίες που είχαν οι Ρωμαίοι εναντίον των χριστιανών ήταν πως ήταν προδότες. Επαναστάτες – προδότες. Γιατί; Γιατί δεν μπορούσαν, δεν έλεγαν, όπως απαιτήτο από πολίτες, ότι ο Καίσαρας είναι «Κύριος». Και οι χριστιανοί δεν το έλεγαν αυτό. Έλεγαν μάλλον το αντίθετο: «Ιησούς Κύριος»!

Αυτό παίρνει και μια νέα διάσταση, όταν αναφέρεται στην Αποκάλυψη «Κύριος Κυρίων» και «Βασιλιάς Βασιλιάδων».
Ναι, ακριβώς.

Τι σημαίνει πρακτικά να αγαπάς τον εχθρό σου;
Είναι να βλέπεις τον άλλον όπως τον βλέπει ο Ιησούς, δηλαδή όχι σαν εχθρό σου. Ο χριστιανός δεν έχει εχθρούς. Σαν χριστιανοί μπορεί να έχουμε κάποιους που να θεωρούν τους εαυτούς τους εχθρό μας, ή εμάς για εχθρούς τους. Αλλά ο Χριστιανός δεν έχει εχθρούς. Αυτόν λοιπόν που παρουσιάζει τον εαυτό του σαν εχθρό σου, εσύ τον βλέπεις σαν γείτονά σου, και όχι μόνο, τον αγαπάς και προσεύχεσαι για αυτόν. Γιατί; Γιατί από την δική σου την οπτική, δεν έχεις αυτή τη στάση έχθρας. Ό,τι στάση και να έχει αυτός. Το ίδιο ακριβώς λοιπόν, όπως έκανε ο Θεός. Ο Θεός δεν μας είδε σαν εχθρούς, παρόλο που εμείς στεκόμασταν απέναντί του σαν εχθροί του. Εμείς τον βλέπαμε σαν εχθρό, αλλά Εκείνος μας αγάπησε. Το ίδιο κάνει και ο χριστιανός.

Ο Χριστός δίδαξε όταν σε χαστουκίσουν να γυρνάς και το άλλο μάγουλο. Υπάρχει περίπτωση να είναι μια λεκτική υπερβολή ή το εννοεί κυριολεκτικά για τη ζωή μας; Ποιο είναι το όριο, μέχρι το οποίο είμαστε διατεθειμένοι να δεχόμαστε προσβολές και επιθέσεις;
Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την ερώτηση: Ο Ιησούς γύρισε το άλλο μάγουλο; Ποιο ήταν το όριό του; Ο Ιησούς δεν έβαλε κάποιο όριο, αλλά έδωσε τη ζωή του. Ο Ιησούς δεν μιλάει υπερβολικά εδώ, μιλάει κυριολεκτικά. Αν ο άλλος έρθει και σε χτυπήσει, το πρόβλημα στην ουσία είναι δικό του, όχι δικό σου. Θα γυρίσεις και το άλλο το μάγουλο. Πόσες φορές; Μην ξεχνάμε ότι ο Θεός δεν μας υπόσχεται ασφάλεια. Το να γυρίσω το άλλο μάγουλο, δεν είναι ένας άλλος τρόπος να κερδίσω αυτό που θέλω, τύπου «passive aggressive». Δηλαδή: θα σε αφήσω να με χτυπήσεις, για να σε κάνω να νιώσεις άσχημα ή για να σου δείξω πόσο καλύτερος είμαι εγώ από σένα. Όχι, θα σε αφήσω να με χτυπήσεις χωρίς να ανταποδώσω γιατί, όσον αφορά εμένα, δεν είσαι εχθρός μου. Αυτή είναι η στάση του ειρηνοποιού–αυτού του οποίου «πράττει την ειρήνη».

Μέχρι πού είναι το όριο; Εγώ θα προτείνω, ότι στους χριστιανούς δεν υπάρχουν όρια. Τελεία. Όρια δεν υπάρχουν. Γραμμές δεν υπάρχουν κόκκινες, κίτρινες, πράσινες. Δεν υπάρχουν. Μέχρι πού; Μέχρι να δώσεις τη ζωή σου. Όπως έκαναν οι μαθητές, όπως έκανε ο Χριστός, όπως έκανε ο Στέφανος, όπως έκαναν οι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες μάρτυρες της εκκλησίας, οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους, επειδή ήταν χριστιανοί. Και γύρισαν το άλλο μάγουλο.

Μπορώ να μην ανταποδώσω απλά τη βία και να αποφύγω κάποιο άλλο χτύπημα. Για παράδειγμα, όπως οι χριστιανοί όταν διώχθηκαν προσπάθησαν να αποφύγουν αυτόν τον διωγμό καταφεύγοντας στις κατακόμβες. Ή όπως ο Χριστός απέφυγε τον λιθοβολισμό. Αυτή η αντιμετώπιση παρόλο που δεν ασκεί βία, είναι εντελώς διαφορετική από το να γυρίσω το άλλο μάγουλο. Γιατί εν τέλει όχι μόνο δεν αποφεύγω τη βία, κάτι που είναι ειρηνικό, αλλά προσφέρομαι για να συνεχιστεί;
Αυτή είναι μία πάρα πολύ ωραία ερώτηση και οι χριστιανοί καλούνταν διαχρονικά να την αντιμετωπίσουν. Η απάντηση που έδωσαν και τότε και συνεχίζουν να δίνουν είναι: το να γίνεις μάρτυρας, να μαρτυρήσεις, δεν είναι κάτι που κάνεις εθελοντικά με το να σηκώνεις το χέρι σου και να λες «σκότωσέ με – σκότωσέ με!» Αντίθετα, γίνεσαι μάρτυρας—στέκεσαι σταθερά στην μαρτυρία της πίστης σου—όταν σου ζητηθεί! Αν μπορείς να το αποφύγεις, θα το αποφύγεις. Δεν πας εθελοντικά όταν λένε: «σήμερα σκοτώνουμε χριστιανούς» και λές, «ναι ναι, – σκοτώστε κι εμένα!»

Δεν είναι αυτό το πράγμα. Όταν σήκωσαν πέτρες να τον σκοτώσουν, ο Ιησούς έφυγε, γιατί η ώρα του δεν είχε έρθει ακόμα . Δεν πήρε μια μεγαλύτερη πέτρα να τους πετάξει στο κεφάλι. Αυτή είναι η διαφορά. Αλλά, όταν θα έρθει ο άλλος να σε χτυπήσει, θα σε ραπίσει, που σημαίνει πως είσαι σε απόσταση που δεν μπορείς να ξεφύγεις, δεν μπορείς να προστατευτείς με το να φύγεις, ή τουλάχιστον να του δώσεις την ευκαιρία να μην γίνει κακός με το να σε χτυπήσει, δεν θα του αντισταθείς. Δεν θα επιστρέψεις βία για βία.

Μπορεί ο Χριστιανός να γίνει στρατιώτης ορκιζόμενος πίστη στην πατρίδα;
Κι αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή ερώτηση, και κυρίως γιατί αναγνωρίζει δύο στοιχεία: 1ον την έννοια του όρκου πίστης και 2ον σε ποιον ορκίζεσαι πίστη.

Οι αρχαίοι χριστιανοί μέχρι τον 4ο αιώνα είχανε ιδιαίτερο πρόβλημα με τον όρκο πίστης στην πατρίδα (ή στο πρόσωπο του Καίσαρα) σαν αντίθετο με τον όρκο τον οποίο δίνει ο Χριστιανός στη βάφτισή του. Δεν μπορείς να έχεις δύο κυρίους. Δεν μπορείς να πεις στη βάφτισή σου σαν χριστιανός: ο Θεός είναι ο κύριός μου, μπαίνω μέσα στην οικογένειά του, και από την άλλη να πεις: ο Καίσαρας ή η πολιτεία ή η πατρίδα είναι ο πραγματικός κύριος μου και θα μου πει τι θα κάνω. Δεν γίνονται και τα δύο.

Ο όρκος ο στρατιωτικός για τους Ρωμαίους, αλλά και για εμάς, ήταν θρησκευτικός, ήταν ενώπιον των θεών. Και ίσως στη δικιά μας περίπτωση να έπαιρνε κανείς πολιτικό όρκο, αλλά και ο πολιτικός όρκος είναι άλλη μια μορφή θρησκευτικού όρκου. Βάζεις μια αξία, π.χ. την πατρίδα, την έννοια της πατρίδας, την αφηρημένη έννοια της πατρίδας, πάνω από κάτι άλλο. Είσαι υπόλογος σε κάποιον άλλο. Αυτός είναι ο όρκος. Σε ποιον; Δεν μπορείς να είσαι υπόλογος και στον Θεό και σε κάτι άλλο, το οποίο έιναι αντίπαλος του Θεού.

Δεύτερον, είναι η βασική ειδωλολατρεία του στρατού – της στρατιωτικής θητείας, την οποία δεν αποδέχονταν οι χριστιανοί. Ποια ήταν αυτή η βασική λατρεία; Στην αρχαία εποχή έδιναν θυσίες. Τουλάχιστον τέσσερεις φορές το χρόνο, όλη η λεγεώνα έδινε θυσίες στους θεούς. Μα εμείς λέμε δεν έχουμε θυσίες. Βεβαίως κι έχουμε θυσίες! Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, το τάγμα βγαίνει έξω ή ο λόχος βγαίνει έξω και χαιρετάει τη σημαία. Και αυτό είναι «λογική θυσία», κι έχει άκρως θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η θυσία που δίνουμε, ο όρκος που δίνουμε. Επιπλέον, όταν μιλάμε για «βωμό στον άγνωστο στρατιώτη», σε ποιον ανήκει αυτός ο βωμός; Χρησιμοποιούμε θρησκευτική γλώσσα: «Θυσιάσαν τη ζωή τους, στον βωμό της πατρίδας!» Δεν είναι θρησκευτική γλώσσα αυτή; Σε κάποιον θεό θυσιάσαν τη ζωή τους; Σε αυτήν την περίπτωση, στην έννοια της πατρίδας. Αυτό είναι καθαρά θρησκευτική γλώσσα. Ή αν το θέλουμε.. αντι-θρησκευτική γλώσσα. Γιατί αντιτίθεται στη θρησκεία του Χριστού.

Σαν χριστιανοί λοιπόν, πριν ακόμα φτάσουμε στην έκτη εντολή: «μη φονεύσεις» / «μη σκοτώσεις», έχουμε πολλές άλλες ερωτήσεις να απαντήσουμε: όπως σχέσεις μεταξύ θρησκείας και όρκου, πίστης και υπακοής, μεταξύ Θεού και αυτής της ίδιας της έννοιας της πατρίδας.

Τελευταίο φυσικά είναι και το «δεν θα σκοτώσεις»! Η έκτη εντολή, δεν υπάρχει μόνη της, χωρίς κάποιο περιεχόμενο. Ο Θεός δεν λέει ξαφνικά, «ου φονεύσεις». Ο Θεός ξεκινάει με το «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου που σε έβγαλε από την Αίγυπτο τη γη της δουλείας», «Εγώ είμαι αυτός που σε προστάτευσε, Εγώ είμαι αυτός που σε οδήγησε, Εγώ είμαι αυτός που κράτησε τους εχθρούς σου, επομένως, δεν θα πάρεις για τον εαυτό σου, στον εαυτό σου, στα χέρια σου, το δικαίωμα να προστατεύσεις τη ζωή σου. Ποιος θα την προστατέψει; Εγώ!» Και για τους χριστιανούς, αυτή είναι θεμελιακή αρχή. Ότι αυτός που θα μας προστατέψει είναι ο Θεός, και όχι οι λεγεώνες του Καίσαρα.

Εμείς ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι αυτό που προστατεύει το έθνος – το όποιο έθνος – είναι ο στρατός του και τα άρματά του. Οι χριστιανοί καταλαβαίνουν πολύ καλά, ότι αυτός που κρατάει την ειρήνη μας και μας προστατεύει είναι ο Θεός. Για αυτό, λοιπόν, υποχρεωτική ή μη υποχρεωτική η θητεία, ο χριστιανός δεν μπορεί να υπηρετήσει, γιατί δεν μπορεί να πάρει τον όρκο αυτόν. Και δη μάλλον ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι εθελοντής στρατιώτης.

Μιλήστε μας για την ηθική της φορολογίας, υπό την έννοια ότι πρόκειται για εξαναγκασμό από το κράτος σε μένα, ώστε να χρηματοδοτήσω projects τα οποία δεν επιλέγω και με τα οποία συχνά διαφωνώ. Θα ήταν ηθική η φοροδιαφυγή στη ναζιστική Γερμανία;
Να ξεκινήσουμε από την αρχή ότι όλοι οι φόροι δεν είναι ίδιοι. Χρειαζόμαστε ηλεκτρικό, νερό, δρόμους κ. ά. Όλα αυτά τα δημόσια έργα γίνονται με τους φόρους που πληρώνουμε. Το πρόβλημα το οποίο έχουμε είναι ότι σε πολλά από τα κράτη μας, όλοι οι φόροι μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι και δεν μπορούμε να διαλέξουμε: θα πληρώσουμε για τους δρόμους, δεν θα πληρώσουμε για την άμυνα. Θα πληρώσουμε για το ηλεκτρικό, αλλά δεν θα πληρώσουμε για το ναυτικό. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Για αυτόν τον λόγο και ο χριστιανός ο οποίος ανήκει σε ένα κράτος, σε μια χώρα, ζει σαν πάροικος και παρεπίδημος. Πληρώνει του φόρους του αλλά ταυτόχρονα σηκώνεται, στέκεται έναντι του κράτους και λέει: «αυτό που πας να κάνεις, δεν επιτρέπεται να το κάνεις. Δεν είναι σωστό. Μην το κάνεις». Υπάρχουν κράτη, υπάρχουν μέρη, ας πούμε εκεί που ζω εγώ, κάθε χρόνο μας δίνουν στη φορολογική μας δήλωση αναλυτικά, έτσι μπορούμε να δούμε πού πάνε οι φόροι μας. Και υπάρχουν αρκετοί χριστιανοί, οι οποίοι αθροίζουν το ποσό, βάζουν στην άκρη τα αμυντικά συστήματα και πληρώνουν το υπόλοιπο. Ποια είναι η διαφορά;

Είναι αυτό φοροδιαφυγή; Θα ήταν φοροδιαφυγή, αν γινόταν κρυφά. Αν λες, εσύ η πολιτεία είσαι τόσο κακή, που δεν πληρώνω του φόρους, άσε με ήσυχο! Δεν το κάνουν έτσι, το κάνουν δημόσια. Που σημαίνει, ότι πας στην πολιτεία και λες: «τόσο με χρεώνεις, εγώ θα σου δώσω τόσο γιατί δεν πληρώνω εκείνο». Και αμέσως λες, με άλλα λόγια, στην πολιτεία, «έλεγξέ με!»

Είναι αυτό που λέγαμε στην αρχή για να τιμήσεις, χωρίς να υπακούσεις. Η φοροδιαφυγή απαγορεύεται. Γιατί; Γιατί αρνείσαι την εξουσία, επαναστατείς. Η διαφορά είναι ότι, αυτό που κάνει ο χριστιανός, ας πούμε στη ναζιστική Γερμανία είναι πολύ εύκολο να το δούμε, είναι το εξής: δεν πληρώνω τους φόρους μου, γιατί αντιστέκομαι σε ολόκληρο το σύστημα, αλλά δεν κάθομαι κρυφά, σηκώνομαι όρθιος και λέω: αρνούμαι να πληρώσω τους φόρους μου και σου το λέω κατάμουτρα! Σου το λέω στο πρόσωπο. Σου το λέω στα ίσα. Και επομένως θα πάρω την τιμωρία που θα μου δώσεις εσύ. Ποια είναι αυτή; Δεν ξέρω!

Εξαρτάται. Στη Ναζιστική Γερμανία ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Σε μας, μπορεί να σου ΄κόψουν το ηλεκτρικό, μπορεί να σου κόψουν οτιδήποτε, να σου βάλουν πρόστιμο, να σου πάρουν το σπίτι. Είσαι έτοιμος να το δεχτείς; Εάν προσπαθείς να το κρύψεις, φοροδιαφυγή, σαν να κρύβω το εισόδημα για να φορολογούμαι λιγότερο, είναι απάτη. Αυτό είναι κλέβω από το κράτος. Δεν είναι αντίσταση αυτό. Κανένας δεν καταλαβαίνει την αντίστασή σου, αν δεν σηκωθείς. Ο αντιστασιακός, ο οποίος δεν φαίνεται, δεν είναι αντιστασιακός, είναι φυγάς! Αυτή είναι η σχέση με τη φορολογία.

Και κάτι τελευταίο: όταν ο Ιησούς λέει: «Δώσε αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, στον Καίσαρα και δώσε αυτά που ανήκουν στον Θεό, στον Θεό». Τι θέλει ο Καίσαρας; Τα πάντα. Αυτό που απαιτεί ο Καίσαρας είναι πάντοτε τα πάντα. Τι ανήκει στον Θεό; Τα πάντα. Οπότε ο Ιησούς λέει: «Αυτά που δίνεις στον Καίσαρα, είναι φαντασία! Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Γιατί; Γιατί αυτός στον οποίο στην πραγματικότητα ανήκουν τα πάντα είναι ο Θεός. Θέλει ο Καίσαρας τα κέρματά σου; Δώσ’ του τα! Γιατί; Γιατί αυτά που ανήκουν σε σένα, είναι αυτά που ο Θεός δίνει». Τούτη είναι η διαφορά: ο Θεός μας βγάζει από την οικονομία της εξουσίας. Είναι το ίδιο που κάνει ο Ιησούς, όταν λέει: «Αν σε αγγαρεύσει κανείς για ένα μίλι, πήγαινε δύο!» Γιατί; Γιατί έτσι του παίρνεις την εξουσία από τα χέρια του. Το να σε αγγαρεύσει ο Ρωμαίος στρατιώτης για ένα μίλι ήταν νομοθετημένο. Ήταν μέρος του νόμου. Είχε το δικαίωμα να το κάνει. Έχει εξουσία πάνω σου, όταν σου λέει: έλα ένα μίλι μαζί μου να κουβαλάς το βάρος μου. Και εσύ του λες: ένα μίλι; Πάμε άλλο ένα! Και τη στιγμή που το κάνεις αυτό, παίρνεις την εξουσία από τα χέρια του και την κάνεις δική σου. Το ίδιο πράγμα γίνεται και με τη φορολογία.

Συνέντευξη: Γιώργος Λιγνός, Μάρκος Ρίγος
Φωτογραφίες: Νικίας Αλεξανδρής, http://www.nikiasphotography.gr/

7 thoughts on “Γιώργος Καλαντζής: Χριστιανός και κρατική εξουσία

  1. Πολύ ωραίος τύπος, και στις απόψεις του και στον τρόπο που τις μοιράζεται.
    Επίσης καλές ερωτήσεις, μπράβο παιδιά

  2. Πολύ ενδιαφέρον θέμα με πολλές προεκτάσεις στην καθημερινή μας ζωή. Χρειαζόμαστε τη γνώση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δεδομένων, που φαίνεται να έχει ο Γιώργος Καλαντζής. Προσωπικά θα ήθελα να το ερευνήσω περαιτέρω. Να σχολιάσω κάτι σχετικά με το “ου φονεύσεις”. Ο Θεός που το είπε αυτό στον λαό Ισραήλ, πολλές φορές τους είπε, “αυτούς θα τους εξοντώσετε …” Σε διάφορους λαούς μάλιστα είπε διάφορα πράγματα, ανάλογα με το πώς φέρθηκαν στον Ισραήλ. Εμείς θα θέλαμε σε κάθε απειλή και βία να βλέπουμε τον Θεό να επεμβαίνει Αυτός και μόνο και να καθαρίζει την υπόθεση, όπως έκανε με τους Ασσύριους επί βασιλείας Εζεκία αλλά δεν γινόταν αυτό πάντοτε. Πολλές φορές ο Θεός έδωσε εντολή στον Ισραήλ να πολεμήσει και να φονεύσει. Κι εδώ συνεπώς χρειάζεται έρευνα για την σωστή ερμηνεία και κατανόηση του “ου φονεύσεις”. Κοντολογής, η πρώτη ματιά του βιβλικού κειμένου δεν αποτελεί την καλύτερη ερμηνεία!

    1. Χαίρετε Δημήτρη,

      Νομίζω πως η διδασκαλία του Χριστού στο 5ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον δεν αφήνει πλέον κανένα περιθώριο για φόνο.

      1. Το ερώτημα είναι: Γιατί το “ου φονεύσεις” στο βιβλίο της Εξόδου αφήνει περιθώρια συνειδητής και σκόπιμης εξολόθρευσης ανθρώπων και στην ΚΔ δεν αφήνει; Είναι καλό να είμαστε επιφυλακτικοί στην ερμηνεία που δίνουμε αλλά γι’ αυτό έγραψα πως χρειάζεται περαιτέρω σχολαστική μελέτη για διαμόρφωση τεκμηριωμένης άποψης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *