Ψυχολογία και Ηθική της Εξουσίας. Του Πέτρου Γιαννακάκου

Προσέγγιση στην Έπαρση της «Αγαθοποιίας»

Ασυνείδητα κίνητρα, νόμοι συνειρμοί, διατήρηση βιωμάτων της παιδικής ηλικίας σε όλη τη ζωή κ.λπ., αποτελούν σπουδαίους παράγοντες στον καθορισμό όχι μόνο της έκδηλης συμπεριφοράς αλλά και των πεποιθήσεων, των επιθυμιών και γενικά των ανθρώπινων εξιδανικεύσεων.
Η ψυχανάλυση είναι η μέθοδος εκείνη που, μέσω των ελεύθερων συνειρμών, των ονειρικών εκδηλώσεων και των συναισθηματικών μεταφορών, μπορεί να αποκαλύψει πολλά από τα ασυνείδητα βιώματα και κίνητρα και γενικά ό,τι είναι αποκομμένα από τη συνείδηση και απωθημένα στο υποσυνείδητο. Η κατανόηση των ασυνείδητων, ιδιαίτερα, κινήτρων, αποτελεί βασικό στοιχείο αποτίμησης του χαρακτηρολογικού βάθους και αξιολόγησης των εξωτερικών πράξεων. Αλληλοσυγκρουόμενες ορμές, που προέρχονται από παλιά συναισθηματικά βιώματα, επιταγές και απαγορεύσεις, έχουν ενσωματωθεί στο υποσυνείδητο αλλά και στο συνειδησιακό «υπερεγώ». Από εκεί προέρχονται εξωτερικές εξιδανικευμένες συμπεριφορές, που μπορεί όμως να αποκρύπτουν τελείως αντίθετα κίνητρα. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί μέρος μόνο της ψυχαναλυτικής έρευνας και θεραπείας, αλλά και της Βιβλικής αλήθειας, σχετικά με τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής («… η καρδία των ανθρώπου βυθός… και τις δύναται να γνωρίσει αυτήν… εγώ ο Κύριος, εξετάζων νεφρούς και καρδίαν…» κ.λπ.)
Είναι δε σκόπιμο, μετά την ερμηνεία ανάλογων «ψυχαναλυτικών» Βιβλικών εδαφίων, οι ποιμένες, αλλά και οι πιστοί γενικότερα, να εμβαθύνουν σ’ αυτά και να αποτιμούν ρεαλιστικά και ορθά τη σημασία λόγων όπως «δοκίμασόν με Θεέ και ερεύνησόν με και δες αν υπάρχει σ’ εμέ οδός ανομίας και οδήγησέ με στην αιώνια οδό» κ.λπ. Στο εν λόγω εδάφιο ο Θεός αναλύει την ψυχή (ερεύνησέ με), διαπιστώνει τα βαθύτερα ελατήρια (δοκίμασέ με) και κίνητρα (οδόν ανομίας) και είναι ο Ίδιος θεραπευτής (οδηγός στην οδό την αιώνια) με την εμφύτευση θείου σπέρματος (αναγέννηση) στην θέση ιδίως του ανθρώπινου «υπερεγώ».
Η θεωρία του «υπερεγώ» του Φρόιντ φέρει τη ρεαλιστική άποψη ότι η ηθική είναι αποτέλεσμα προσπάθειας αντίδρασης κατά του έμφυτου στον άνθρωπο, κακού. Και είναι αυτή η αντίδραση που στοιχειοθετεί σειρά νομικών και μόνο απαγορεύσεων, που απλά συμπιέζουν και τελικά κρύβουν τα βαθύτερα κίνητρα και ελατήρια, ενώ αυτά εξωτερικά μετασχηματίζονται σε «ηθικές» συμπεριφορές και εξιδανικευμένες εκδηλώσεις. Η ψυχαναλυτική θέση ευρίσκει σύμφωνη και τη Βιβλική άποψη αναφορικά με τη βαθύτερη ερμηνεία κάθε υποκριτικού, φαρισαικού κ.λπ. χαρακτήρα. Όσον δε η Εκκλησία θα επιμένει απλά σε «καλές» εξωτερικές συμπεριφορές, χωρίς βαθύτερη επίγνωση των κινήτρων και απωθημένων βιωμάτων, τόσον η πλάνη του «ηθικού» Φαρισαισμού, με τις εξωτερικές υποκριτικές συμπεριφορές, θα διαιωνίζει την εσωτερική δουλεία των ψυχών.
Από μια τέτοια δουλεία μόνο ο Κύριος μπορεί να μας ελευθερώσει, με την επίγνωση του αληθινού και κρυμμένου εαυτού μας («…γνώσεσθε την αλήθεια και η Αλήθεια ελευθερώσει ημάς…»).
Είναι δε άμεση ανάγκη η επίγνωση της αλήθειας για τον εαυτό μας, που, όπως η ψυχαναλυτική θεραπεία θέλει να αντικαταστήσει το παράλογο («εκείνο») με το λογικό («εγώ»), έτσι και η θεία Αλήθεια θέλει να αντικαταστήσει τον υποκριτικό εξιδανικευμένο «έξω» άνθρωπο με τον βαθύ, ουσιαστικό και αυθεντικό, δηλαδή «έσω» αναγεννημένο, είναι δηλαδή άμεση η ανάγκη για τη δημιουργία μιας κατάστασης κοινωνίας απόλυτης τιμιότητας, μέσα σ’ έναν πολιτισμό όπου η ειλικρίνεια σπανίζει και στην καλύτερη των περιπτώσεων ο αχρείος -εν ομόνατι δήθεν της ελευθερίας έκφρασης και ειλικρίνειας- ονομάζεται «ελευθέριος».
Στην ηθική, τώρα, το μείζον πρόβλημα είναι τι είδους εξουσία μπορεί να έχουμε, που θα επιβάλλει την απολυτότητα των ηθικών κανόνων και που θα εμπνέει τον άνθρωπο σχετικά με την αληθινότητά της.
Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι, προκειμένου για ανθρώπινους νομικούς κανόνες, η δύναμη από τη μια πλευρά και ο φόβος από την άλλη, είναι πάντοτε τα οχυρά πάνω στα οποία στηρίζεται η εκάστοτε εξουσία. Προκειμένου όμως περί «θρησκευτικής» εξουσίας, έχει αυτή -διαχρονικά και απαράδεκτα- χρησιμοποιήσει έναν παράλογο φόβο περί Θεού, ώστε να συντηρεί αυτή τη δύναμή της πάνω σε εξουσιαζόμενες ψυχές, μη διαφέρουσα προς τούτο από ανάλογες πολιτικές εξουσίες.

Πριν συνεχίσουμε αυτές τις σκέψεις, θέλουμε να τονιστεί ότι ο Ιησούς της Καινής Διαθήκης δεν είναι εξουσία (με την έννοια που οι άνθρωποι την αποδέχονται, αλλά υπηρεσία και ότι την κατάσταση της οποιασδήποτε ανθρώπινης εξουσίας, ιδιαίτερα πάνω στα πνεύματα, την απορρίπτει προκειμένου για την εκκλησία Του («… οίδατε ότι οι ισχυροί κατακυριεύουσι τη γη… υμίν δε ουχ ούτως έσται, αλλ’ εκείνος που θέλει να είναι πρώτος, να είναι διάκονος πάντων…»).
Δυστυχώς, μέσα στους κόλπους της εκκλησίας, ο φόβος για αποδοκιμασία, η κριτική και η καταλαλιά, η ανάγκη για επιδοκιμασία, αναγνώριση, καταξίωση κ.λπ. αποτελούν στοιχεία εντόνων συναισθηματικών πιέσεων, που αποτρέπουν τον πιστό να τοποθετηθεί με ειλικρίνεια έξω από κάθε ατμόσφαιρα στεγνής παράδοσης και αποστεωμένης παθητικοποίησης. Αποτέλεσμα είναι η μείωση των πνευματικών μας προσδοκιών και η έμμεση υποταγή σε δυναμικού τύπου αυταρχικές προσωπικότητες. Ο «πνευματικός» αυταρχικός ηγέτης μέσα στην Εκκλησία, διαχρονικά θυμίζει τα χαρακτηριστικά των παλαιών «ελέω Θεού» βασιλέων, πολιτικών και λοιπών κοσμικών ηγεμόνων και βάναυσα παραβιάζει την βασική εντολή «Υμίν δε ουχ ούτως έσται…».
Ο εξουσιαστικός νομικισμός, ιδίως, δημιουργεί μια ατέλειτωτη αλυσίδα από πλασματικά, ένοχα αισθήματα, γιατί αυτά είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για τη συντήρηση μιας ολοένα αυξανόμενης εξάρτησης. Σ’ αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο αίσθημα ενοχής και στην εξάρτηση, οφείλεται η δύναμη και σταθερότητα αυταρχικών σχέσεων. Η συνεχής συντήρηση αισθημάτων ενοχής εκ μέρους του αυταρχικού νομικισμού, βαθμιαία εξασθενεί τη θέληση των ατόμων και παθητικοποιεί το εκκλησίασμα σε ρόλο αγχωμένων ακροατών. Η δε εκκλησιασική εξουσία τείνει να υποβαθμίσει τη θέληση, την ανεξαρτησία, τον αυθορμητισμό -ιδιαίτερα των νέων- εν ονόματι μιας «αγιαστικής» παράδοσης, αποστεωμένης και καταθλιπτικής. Και αποτελεί τραγωδία για το σύγχρονο πιστό, που είναι συνεχώς εκτεθειμένος στο θόρυβο γνωμών, ιδεών και πεποιθήσεων που μας βομβαρδίζουν από παντού (τηλεόραση, τύπος, ραδιόφωνο, συζητήσεις κ.λπ.), να μην μπορεί να βρει καταφύγιο παρηγοριάς στην Εκκλησία Του, γιατί και εκεί, αντί του θείου ακούσματος περί της άνευ όρων αγάπης του θεού, εξουθενώνεται με τα ανελέητα «κατηγορώ» του «αγιαστικού» νομικισμού που έχει τώρα καταλάβει τη θέση του ψυχολογικού του «υπερεγώ». Είναι επάναγκες για την πνευματική ηγεσία να καταλάβει άπαξ δια παντός ότι το νομικιστικό κήρυγμα, που συντηρεί την ανασφάλεια, και το σωτηριακό άγχος, και βαφτίζεται «αγιαστικό», φορτίζει το υποσυνείδητο του φυσικού μας ανθρώπου με μίσος γιατί φοβάται (η αγάπη δεν έχει φόβο -έξω βάλει τον φόβο). Γι’ αυτό οι νέοι επαναστατούν και φεύγουν.
Έχουμε, δυστυχώς, περιπλακεί μέσα σ’ ένα δίχτυ αυταρχικών -δήθεν αγιαστικών- κανόνων και έχουμε χάσει από τα μάτια μας το σκοπό που είναι η κατά Χάριν Σωτηρία και η απορρέουσα από αυτήν αίσθηση της αγάπης -της άνευ όρων, του Θεού. Και, το χειρότερο, αυτό χάριν της «αλήθειας και της δικαιοσύνης» των οποίων υποτίθεται ότι είμαστε οι αποκλειστικοί φορείς.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο σοβαρότερο: η σύγχρονη στάση αντίδρασης απέναντι στην πίστη, διαμορφώθηκε από τον αγώνα ενάντια στην εξουσία της εκκλησίας και την αξίωσή της να έχει κάτω από τον έλεγχό της κάθε είδους σκέψη, και να μην επιτρέπει κανέναν αντίλογο, γιατί θέλει να λησμονεί ότι η αλήθεια καταξιώνεται στον αντίλογο και όχι στους κανόνες
Αυτή η εξουσία διαχρονικά δομήθηκε από νομικιστικούς και επικυριαρχικούς χαρακτήρες, που μόνο υπηρέτες δεν ήσαν και που άφηναν το ποίμνιο έρημο, ανερμάτιστο και χωρίς επικοινωνία, καθοδήγηση και επίγνωση. Όμως η πίστη στον Θεό υποτίθεται ότι οδηγεί το άτομο να αποκτήσει ωριμότητα και αυθεντική εμπειρία, πρώτα του εαυτού του (… εις εαυτόν δε ελθών…), και έπειτα τον αυθορμητισμό της επικοινωνίας προς τους άλλους (αυθεντική σχέση επικοινωνίας). Σε αντίθετη περίπτωση που δεν θα επιτευχθεί ένας τέτοιος σκοπός, τότε αρχίζουν τα φαινόμενα της εκκλησιαστικής παρακμής, που συντηρούνται από τις ποικίλες εξουσιαστικές τάσεις. Στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παρακμής κυριαρχεί η εξουσιαστική νομικιστική θέση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι απόλυτα καταστροφικός και ότι πρέπει η ηθική να συνίσταται στην καταστολή κάθε φυσικής αλλά «κακής» τάσης. Και μάλιστα, σύμφωνα με αυτή τη διδαχή, πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί τη δύναμη της θέλησής του για να καταστέλλει συνεχώς τις έμφυτες κακές φυσικές τάσεις του, που όμως, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτές δεν καταστέλλονται αλλά απλά απωθούνται στο υποσυνείδητο. Η απώθηση δηλαδή των επιθυμιών είναι το είδος της καταστολής που μεταχειρίζεται φανερά η αυταρχική ηθική σαν τον ασφαλέστερο δρόμο προς την αρετή. Τι σημαίνει όμως αυτό στο βάθος; Σημαίνει ότι η απώλεια μιας παρόρμησης απλά απομακρύνθηκε από τη συνείδηση, αλλά δεν σημαίνει ότι απομακρύνθηκε και από την ύπαρξη και κατά τούτο η νομικιστική ψυχολογία και διδαχή είναι το αντίθετο από την «αναγέννηση».
Η απωθημένη παρόρμηση συνεχίζει να ενεργεί και να ασκεί σοβαρή επίδραση πάνω στο άτομο και ας μην το αντιλαμβάνεται. Ιδιαίτερα ο κυριαρχικός αυταρχικός χαρακτήρας, μη έχοντας επίγνωση του νομικιστικού αυταρχισμού του, μπορεί να έχει την εντύπωση ότι επικυριαρχεί στους άλλους από ενδιαφέρον, εξαιτίας της λαθεμένης του αίσθησης για το καθήκον («… άφησέ με να βγάλω το ξυλάριο από το μάτι σου…»). Μπορεί ακόμη ένα άτομο να αναπτύξει μια «αντίδραση» που είναι ακριβώς το αντίθετο της απωθημένης του επιθυμίας, όπως λ.χ. εξωτερική υπερβολική φροντίδα ή καλοσύνη (συνήθως επιφανειακή). Έτσι μπορεί να νιώθει ενάρετος και ανώτερος, ενώ η επίδρασή του πάνω στους άλλους ουσιαστικά γίνεται πιο καταστροφική, γιατί είναι δύσκολο να αμυνθεί κανείς μπροστά σε μια τόσο μεγάλη «αρετή».
H αυταρχική νομικιστική ηθική έχει διαποτίσει πιστούς ανθρώπους με την ιδέα ότι για να είσαι καλός απαιτείται τεράστια και ακατάπαυστη προσπάθεια. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να πολεμάει ενάντια στον εαυτό του συνέχεια, και ότι κάθε λαθεμένο βήμα, που ενδεχόμενα κάνει, μπορεί να ειναι καταστροφικό. Αυτή η νοοτροπία δεν έχει σχέση με τη θεία αγάπη και την απορρέουσα χάρη, δεν έχει σχέση με το «φιλοτιμούμεθα», και με το ότι «Τον αγαπούμε γιατί πρώτος Αυτός μας αγάπησε…» και άλλα εδάφια που μπορεί συστηματικά να αποσιωπούνται ή να παρερμηνεύονται.
Οι εκπρόσωποι της αυταρχικής εξουσιαστικής ηθικής (Γραμματείς, Φαρισαίοι και λοιποί) είναι πάντα έτοιμοι να καταδικάσουν, ενώ η στάση αυτή συχνά αποπνέει ένα είδος επιθετικότητας, σαδισμού και εκδικητικότητας. Η ηθική «αγνότητα», εν προκειμένω, επιτρέπει σε μια εσωτερική πιεστική κακότητα και σ’ ένα διεκδικητικό φθόνο να εκδηλώνονται υπό τη μορφή της «αποχωριστικής καθαρότητας» και της «αγιαστικής αρετής», ενώ μεταχειρίζονται οι «ηθικά αγανακτισμένοι» τον άλλο (την πόρνη λ.χ.) σαν κατώτερο πλάσμα άξιο λιθοβολισμού, με πέτρες τότε, με λόγια καταλαλιάς τώρα. Παράλληλα έχουν το αίσθημα της δικής τους ανωτερότητας, ευθύτητας, και αναμαρτησίας. Έχει μεγάλη «γλύκα» αυτό το συναίσθημα αυτοκαταξίωσης και μετασχηματισμού σε διακονία φωτός και εξαγγελία δικαιοσύνης.
Όμως η κρίση του αληθινού πιστού σε σχέση με τον «αμαρτωλό» είναι ανάλογη με τη διαπίστωση του γιατρού σχετικά με την αρρώστια. Ενώ και ο ίδιος ο πιστός μπορεί να υποθέσει έντιμα πως θα ήταν δυνατόν και αυτός να γίνει σαν τον «αμαρτωλό», αν είχε ζήσει κάτω από τις ίδιες συνθήκες («… εν τω ιδίω κρίματι…»), δυστυχώς απέχουμε από το έντιμο και ρεαλιστικό «εμείς – και εγώ – αμαρτήσαμε, ανομήσαμε, ασεβήσαμε».

Η σύγχρονη εποχή -εποχή του τέλους- έχει απόλυτη ανάγκη από αυθεντικούς πιστούς και όχι νομικούς και γραμματείς. Η τυχόν έλλειψη τέτοιων πιστών στην εκκλησία και στον κόσμο παρέχει σύγχυση, απογοήτευση και τελικά την απόγνωση, όπου ένας ολοένα μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων αισθάνεται δυσφορία και τελικά αδιαφορία για την ηθική και τα τεκταινόμενα στη θρησκεία, στην κοινωνία, στην πολιτική κ.λπ., με αποτέλεσμα το μετασχηματισμό τους σε κυνικά, αυτοματοποιημένα άτομα, χωρίς σχέσεις ουσίας και αυθεντικής επικοινωνίας. Στη σφαίρα όμως των ανθρώπινων σχέσεων μόνον η πίστη μπορεί να συστήσει ιδιότητες μιας αξιόλογης φιλίας, αγάπης, κοινωνίας. Γι’ αυτό το λόγο πίστη και εξουσία (δύναμη, αυταρχική «ηθική» κ.λπ.) δεν συμβαδίζουν και όλες οι θρησκείες, όπως και τα πολιτικά συστήματα, που βασίζονται στη δύναμη (λόγω επιθυμιών εξουσίας), τελικά χάνουν την ουσιαστική ισχύ τους και βυθίζονται στην παρακμή. Και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη η παρακμή του χριστιανικού κινήματος, γιατί βαθμιαία μπορεί να φέρει τους ανθρώπους του τέλους στο να ενστερνιστούν τα λόγια του Ντοστογιέφσκι και να πιστέψουν ότι «αν δεν υπάρχει Θεός τα πάντα επιτρέπονται». Γι’ αυτό ο καιροσκοπισμός έχει γίνει ρυθμιστική αρχή της ζωής, γι’ αυτό η σύγχυση και ο σκοταδισμός των πάντων, γι’ αυτό η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της παγκόσμιας αθλιότητας. Και είναι μέγιστο καθήκον των τελευταίων αυθεντικών πιστών να υποστηρίζουν και να δυναμώνουν τις φωνές της ηθικής συνείδησης και εκείνες του «πνεύματος της Χάριτος», έστω και αν αυτές είναι «φωνές βοώντων εν τη παγκοσμία ερήμω», γιατί μονάχα αν αυτές οι φωνές παραμένουν ζωντανές και ασυμβίβαστες, είναι δυνατόν η έρημος να μετατραπεί σε γόνιμη γη. Και απαιτεί ο σύγχρονος άνθρωπος, τουλάχιστον αυτός που έχει κάποια ηθική ευαισθησία, μια τέτοια εντιμότητα και αυθεντικότητα φωνών, γιατί ξέρει ότι είναι αμαρτωλός και θέλει την εκκλησία σαν χώρο υποδοχής της αλήθειας αλλά και αποδοχής του ίδιου που τόσο έχει ανάγκη. Όχι σαν χώρο ηθικολογίας και φοβικών συνδρόμων εξουσίας που οι φορείς τους έχουν τη μάσκα του καλού χριστιανού. Γιατί τότε κυριαρχεί η αναυθεντικότητα όπου μάσκες και προσωπεία υποκαθιστούν τα πρόσωπα.

 

*Ο Πέτρος Γιαννακάκος είναι Ιατρός Μικροβιολόγος

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *