Aφιέρωμα στον Paul Claudel

Σαν σήμερα, γεννιέται το 1868 στο Villeneuve-sur-Fère της Γαλλίας ο Paul Claudel.

•Paul Claudel, collégien (c) Coll. Ass. Camille et Paul Claudel en Tardenois - D.R.

Ο Paul Claudel μαθητής.

 

Ο Paul Claudel, η Camille Claudel και ο Paul με την οικογένειά τους στο μπαλκόνι στην Boulevard de Port-Royal στο Παρίσι, 1887. Καθισμένες η αδελφή Louise και η μητέρα του. Ο πατέρας Louis-Prosper και ο Παύλος, Camille

Ο Paul Claudel, η Camille Claudel με την οικογένειά τους στο μπαλκόνι στην Boulevard de Port-Royal στο Παρίσι, 1887.

 

1903, στο κέντρο της παρέας η Ροζαλί Βετκ, ο Φράνσις Βετκ και ο Πωλ Κλωντέλ στο Φουζού, της επαρχίας Φουτζιάν

Το 1903, στο κέντρο της παρέας η Ροζαλί Βετκ, ο Φράνσις Βετκ και ο Πωλ Κλωντέλ στο Φουζού, της επαρχίας Φουτζιάν

 

Ο  Paul Claudel με τη στολή του πρόξενου της Γαλλίας

Ο Paul Claudel με τη στολή του πρόξενου της Γαλλίας

 

Image: French Photographer - Paul Claudel (1868-1955) in Japan, 1921 (b/w photo)

Ο Paul Claudel στην Ιαπωνία, 1921 (b/w photo)

 

Ο Paul Claudel το 1927

Ο Paul Claudel το 1927

 

Φωτογραφία συγγραφέας 14 Μαρτίου 1927

Φωτογραφία του συγγραφέα 14 Μαρτίου 1927

 

Paul Claudel aux Etats-Unis (c) Coll. Ass.Camille et Paul Claudel en Tardenois - D.R.

Ο Paul Claudel στις ΗΠΑ (c) Coll. Ass.Camille et Paul Claudel en Tardenois – D.R.

 

Maison natale de Paul Claudel   à Villeneuve sur Fère

Η γενέτειρα του Paul Claudel στο Villeneuve sur Fère

 

Paul Claudel devant la ferme   de son château dans les années 50

Ο Paul Claudel στο αγρόκτημα-κάστρο του τη δεκαετία του ’50.

 

Ο στην εκκλησία

Ο Paul Claudel στην εκκλησία

PAUL CLAUDEL: ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΤΟΚΙΟ

ΙΙ

Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ’ από μια λευκή καταχνιά.

ΙΙΙ

Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ’ αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να ‘ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ’ από τους ξεκολλημένους κόσμους.

μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης

(από το βιβλίο “Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης” Χριστόφορος Λιοντάκης)

ΣΤΙΧΟΙ ΕΞΟΡΙΑΣ

ΙΙΙ
Μ’ έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα· τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια: Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά. Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.
Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο. Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή. Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο, Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.
Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου, μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ. Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό, το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.
Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης, καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει, μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.

μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης
[tube]http://www.youtube.com/watch?v=5Gu7-ajS5Q4[/tube]
Ο Paul Claudel διαβάζει το La nuit de Pâques
Arthur Honegger Paul Claudel

Ο Arthur Honegger και ο Paul Claudel

 

Paul Petit et Paul Claudel, 1938

Ο Paul Petit και ο Paul Claudel, 1938

 

Ο Paul Claudel δίπλα στην προτομή του που φιλοτέχνησε η αδερφή του Camille

Ο Paul Claudel δίπλα στην προτομή του που φιλοτέχνησε η αδερφή του Camille

tumblr_ltu2zaJQYM1qahuhjo1_500

Paul Claudel και δύο ηθοποιοί του Soulier de Satin, Mony Dalmès και Claude Nollier, 1949

Paul Claudel και δύο ηθοποιοί του Soulier de Satin, Mony Dalmès και Claude Nollier, 1949

 

Ο Πωλ Κλωντέλ, το 1954 ένα χρόνο πριν πεθάνει

Ο Paul Claudel, το 1954 ένα χρόνο πριν το θάνατό του

claudel_a_brangues_1952

 

Ο πύργος της Μπρανγκ

Το αγρόκτημα-πύργος του Paul Claudel της Μπρανγκ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΘΕΟ (MA CONVERSION)

Γεννήθηκα στις 6 Αυγούστου του 1868. Η μεταστροφή μου συνέβη στις 25 Δεκεμβρίου του 1886. Ήμουν τότε δεκαοκτώ χρονών. Ωστόσο, η ανάπτυξη της προσωπικότητάς μου ήταν ήδη, εκείνη τη στιγμή, πολύ προχωρημένη. Αν και δεμένη κι από τις δυο πλευρές με προγόνους πιστούς, που έδωσαν πολλούς κληρικούς στην Εκκλησία, η οικογένειά μου υπήρξε αδιάφορη και, μετά την άφιξή μας στο Παρίσι, εντελώς ξένη στα ζητήματα της Πίστης. Νωρίτερα, είχα κάνει μια καλή πρώτη κοινωνία που, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα νέα παιδιά, υπήρξε συγχρόνως η κορύφωση και το τέλος της θρησκευτικής μου πρακτικής.

Μεγάλωσα, ή μάλλον διαπαιδαγωγήθηκα, αρχικά από έναν ελευθερόφρονα καθηγητή, έπειτα σε λαϊκά κολέγια της επαρχίας και, τέλος, στο λύκειο Λουί-λε-Γκράν στο Παρίσι. Ήδη όταν μπήκα σ’ αυτό το ίδρυμα, είχα χάσει την πίστη μου, που μου φαινόταν ασυμβίβαστη με την πολλαπλότητα των κόσμων. Η μελέτη της Ζωής του Χριστού του Ρενάν με εφοδίασε με νέες προφάσεις γι’ αυτή την αλλαγή των πεποιθήσεων μου, που άλλωστε το καθετί γύρω μου τη διευκόλυνε ή την ενθάρρυνε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα θλιβερά χρόνια της δεκαετίας του ‘80 [1880] την εποχή που βρισκόταν σε πλήρη άνθιση η ανάπτυξη της νατουραλιστικής λογοτεχνίας! Ποτέ ο ζυγός της ύλης δεν φαινόταν πιο ισχυρός. Όλα όσα είχαν κάποιο όνομα στην τέχνη, την επιστήμη και τη λογοτεχνία ήταν αντιθρησκευτικά.
Όλες οι υποτιθέμενες μεγάλες προσωπικότητες ετούτου του αιώνα που πλησίαζε στο τέλος του διακρίνονταν για την εχθρότητά τους απέναντι στην Εκκλησία. Ο Ρενάν μεσουρανούσε. Προέδρευε κατά την τελευταία απονομή βραβείων στο λύκειο Λουί-λε-Γκραν, στην οποία είχα λάβει μέρος και μου φαίνεται ότι είχα βραβευτεί από τα χέρια του. Ο Βικτόρ Ουγκό είχε μόλις πεθάνει και αποθεωθεί. Έτσι, στα δεκαοχτώ μου χρόνια, πίστευα κι εγώ αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι που θεωρούνταν μορφωμένοι εκείνο τον καιρό. Η ισχυρή αντίληψη του ατομικού και του συγκεκριμένου ήταν αμαυρωμένη μέσα μου. Αποδεχόμουν τη μονιστική και μηχανιστική υπόθεση σε όλες της τις διαστάσεις, πίστευα ότι τα πάντα υπάγονταν σε «νόμους» και ότι αυτός ο κόσμος ήταν μια σκληρή αλυσίδα από αποτελέσματα και αιτίες που η επιστήμη θα ερχόταν αύριο ή μεθαύριο να τα ξεκαθαρίσει απόλυτα. Όλα αυτά μου φαίνονταν εξάλλου πολύ λυπηρά και πληκτικά. Όσο για την ιδέα του καντιανού χρέους, την οποία μας παρουσίαζε ο καθηγητής μου της φιλοσοφίας, ο κύριος Μπυρντώ, ποτέ δεν μπόρεσα να τη χωνέψω. Εξάλλου, ζούσα μέσα στην ανηθικότητα και σιγά-σιγά έπεφτα σε κατάσταση απελπισίας. Ο θάνατος του παππού μου, που τον έβλεπα επί μήνες να κατατρώγεται από έναν καρκίνο στο στομάχι, μου είχε προκαλέσει βαθύ τρόμο, και η σκέψη του θανάτου δεν με εγκατέλειπε. Είχα εντελώς λησμονήσει τη θρησκεία και βρισκόμουν, από την άποψη αυτή, στην ίδια άγνοια με έναν άγριο. Το πρώτο αμυδρό φέγγος αλήθειας μου δόθηκε όταν ήρθα σε επαφή με τα βιβλία ενός μεγάλου ποιητή, στον οποίο οφείλω αιώνια ευγνωμοσύνη. Ο ποιητής αυτός, που έχει καταλάβει εξέχουσα θέση ως προς τη διαμόρφωση της σκέψης μου, είναι ο Αρθούρος Ρεμπώ. Η μελέτη των Εκλάμψεων και ύστερα, λίγους μήνες αργότερα, του Μια εποχή στην κόλαση στάθηκε για μένα ένα γεγονός αποφασιστικής σημασίας. Για πρώτη φορά αυτά τα βιβλία άνοιγαν μια ρωγμή στο υλιστικό μου κάτεργο και μου έδιναν ζωηρή και σχεδόν απτή την αίσθηση του υπερφυσικού. Αλλά η συνηθισμένη μου κατάσταση, της ασφυξίας και της απελπισίας, παρέμενε αναλλοίωτη.
Έτσι είχε διαμορφωθεί το δυστυχισμένο αυτό παιδί που στις 25 Δεκεμβρίου 1886 πήγε στην εκκλησία της Νοτρ-Νταμ στο Παρίσι, για να παρακολουθήσει εκεί την ιερή ακολουθία των Χριστουγέννων. Είχα αρχίσει τότε να γράφω και μου φαινόταν ότι στις τελετές της καθολικής εκκλησίας, αν τις έβλεπα υπό το πρίσμα ενός ανώτερου αισθητισμού, θα έβρισκα κατάλληλα ερεθίσματα και υλικό για μερικά γυμνάσματα παρακμής. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, καθώς σπρωχνόμουν και ασφυκτιούσα μες στο πλήθος, παραβρέθηκα, δοκιμάζοντας μέτρια χαρά, στη μεγάλη λειτουργία. Κατόπιν, μη έχοντας τι καλύτερο να κάνω, πήγα και στον εσπερινό. Τα παιδιά της χορωδίας, ντυμένα στα λευκά, και οι μαθητές της Κατώτερης Ιερατικής Σχολής του Αγίου Νικολάου του Σαρντοννέ, που τα βοηθούσαν, ήταν έτοιμα να ψάλουν αυτό που έμαθα αργότερα πως ήταν αληθινότατα ο ψαλμός Μεγαλύνει η ψυχή μου. Εγώ έστεκα ορθός μέσα στο πλήθος, κοντά στο δεύτερο περιστύλιο, εκεί που μπαίνει κανείς για τη χορωδία, δεξιά απ’ την πλευρά του σκευοφυλακίου. Τότε ακριβώς συνέβη το γεγονός που δεσπόζει σ’ ολόκληρη τη ζωή μου. Μέσα σε μια στιγμή την καρδιά μου την άγγιξε η Θεία Χάρη και πίστεψα. Πίστεψα με τέτοια δύναμη προσχώρησης, με τέτοια εξανάσταση ολόκληρου του είναι μου, με τόσο δυνατή πεποίθηση, με τέτοια βεβαιότητα, που δεν έμενε περιθώριο για κανενός είδους αμφιβολία• κι έτσι από τότε όλα τα βιβλία, όλοι οι συλλογισμοί, όλα τα τυχαία περιστατικά μιας ταραγμένης ζωής δεν στάθηκαν ικανά να κλονίσουν την πίστη μου, ούτε καν, κυριολεκτικά, να την αγγίξουν. Είχα αποκτήσει ξαφνικά το σπαρακτικό αίσθημα της αθωότητας, της αιώνιας νηπιότητας του Θεού. Τούτο στάθηκε για μένα μια άφατη αποκάλυψη.
Προσπαθώντας, όπως πολύ συχνά κάνω, να ανασυστήσω τα λεπτά που ακολούθησαν την εξαιρετική εκείνη στιγμή, ανακάλυψα τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία, όμως, δεν αποτελούσαν παρά μία μονάχα αστραπή, ένα μονάχα όπλο, που η Θεία Πρόνοια χρησιμοποιούσε για να προσεγγίσει και ν’ ανοίξει επιτέλους την καρδιά ενός δυστυχισμένου και απελπισμένου παιδιού: «Πόσο ευτυχισμένοι είναι οι άνθρωποι που πιστεύουν! Είναι όμως αλήθεια αυτό; Είναι αλήθεια! Ο Θεός υπάρχει, είναι εδώ. Είναι κάποιος, είναι ένα ον τόσο προσωπικό όσο κι εγώ. Μ’ αγαπά και με καλεί».
Μου ήρθαν τότε δάκρυα και λυγμοί, κι εκείνος ο τρυφερός ύμνος Αdeste αύξανε ακόμη περισσότερο τη συγκίνησή μου. Μια συγκίνηση πολύ γλυκιά, όπου αναμειγνυόταν όμως κι ένα αίσθημα φόβου και φρίκης σχεδόν. Γιατί οι φιλοσοφικές μου πεποιθήσεις παρέμεναν ακέραιες. Ο Θεός τις είχε αφήσει, περιφρονητικά, εκεί που βρίσκονταν, και δεν έβλεπα τίποτα που να μπορούσε ν’ αλλάξει. Η καθολική θρησκεία μού φαινόταν πάντα πως ήταν το ίδιο αποθησαύρισμα παράλογων ανεκδότων, ενώ οι κληρικοί της και οι πιστοί μού ενέπνεαν την ίδια αποστροφή που έφτανε στο μίσος και στην απέχθεια. Το οικοδόμημα των αντιλήψεων και των γνώσεών μου παρέμενε ανέπαφο και δεν του έβρισκα κανένα ελάττωμα. Το μόνο που είχε συμβεί ήταν πως είχα καταφέρει να βγω από κει μέσα. Μια νέα και εξαίσια ύπαρξη, με απαιτήσεις τρομερές για ένα νέο άνθρωπο και για τον καλλιτέχνη που ήμουν, μου είχε αποκαλυφθεί και δεν μπορούσα να τη συμφιλιώσω με τίποτα απ’ όσα με περιτριγύριζαν. Η κατάσταση ενός ανθρώπου που τον ξερίζωσαν μονομιάς από το δέρμα του για να τον βάλουν μέσα σ’ ένα ξένο σώμα, στην καρδιά ενός άγνωστου κόσμου είναι η μόνη παρομοίωση που θα μπορούσα να βρω για να εκφράσω εκείνη την κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Το πιο απεχθές στις πεποιθήσεις και τις προτιμήσεις μου, ήταν ότι παρ’ όλα αυτά παρέμεναν αληθινές, και σ’ αυτό ακριβώς έπρεπε, θέλοντας και μη, να προσαρμοστώ. Τουλάχιστον δεν θα το έκανα χωρίς να προσπαθήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις να αντισταθώ.
Αυτή η αντίσταση κράτησε τέσσερα χρόνια. Τολμώ να πω ότι αντέταξα μια καλή άμυνα και ότι η πάλη μου υπήρξε τίμια και ολοκληρωτική. Τίποτα δεν παρέλειψα να κάνω. Χρησιμοποίησα όλα τα μέσα αντίστασης και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το ένα μετά το άλλο όπλα που δεν μου χρησίμευαν σε τίποτα. Αυτή υπήρξε η μεγάλη κρίση της ύπαρξής μου, αυτή η αγωνία της διάνοιας για την οποία ο Αρθούρος Ρεμπώ έχει γράψει τα ακόλουθα: «Ο πνευματικός αγώνας είναι εξίσου σκληρός με την ανθρώπινη αμάχη. Σκληρή νύχτα! το ξεραμένο αίμα αχνίζει ακόμη πάνω στο πρόσωπό μου». Οι νέοι που εγκαταλείπουν τόσο εύκολα την πίστη δεν γνωρίζουν πόσο θα τους στοιχίσει αργότερα να την ξαναποκτήσουν και με πόσα βάσανα πληρώνεται αυτό το τίμημα. Η σκέψη της Κόλασης, η σκέψη κάθε ομορφιάς και κάθε απόλαυσης, που η επιστροφή μου στην αλήθεια, όπως μου φαινόταν, θα με ανάγκαζε να τις θυσιάσω, ήταν κυρίως αυτά που με τραβούσαν προς τα πίσω.
Αλλά στο τέλος, από το ίδιο εκείνο βράδυ της αλησμόνητης μέρας που πέρασα στη Νοτρ-Νταμ, αφού γύρισα στο σπίτι μου από τους βροχερούς δρόμους που τώρα μου φαίνονταν τόσο παράξενοι, πήρα μια προτεσταντική Βίβλο, που μια γερμανίδα φίλη την είχε κάποτε προσφέρει στην αδελφή μου την Καμίλλη. Έτσι, για πρώτη φορά άκουσα τον τόνο αυτής της τόσο γλυκιάς και αδυσώπητης φωνής, που ποτέ δεν έπαψε να αντηχεί μες στην καρδιά μου. Δεν γνώριζα παρά μονάχα από τον Ρενάν την ιστορία του Ιησού και, επειδή πίστευα εκείνον τον απατεώνα, αγνοούσα ακόμη και ότι κάποτε τον είχαν αποκαλέσει Υιό του Θεού. Κάθε λέξη, κάθε γραμμή διέψευδε με μεγαλειώδη απλότητα τις αναίσχυντες διαβεβαιώσεις του αποστάτη και μου άνοιγε τα μάτια. Είναι αλήθεια, το ομολογούσα αυτό μαζί με τον Εκατόνταρχο, ότι ο Ιησούς ήταν ο Υιός του Θεού. Σ’ εμένα λοιπόν, τον Πωλ, ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, απευθυνόταν και μου υποσχόταν την αγάπη του. Αλλά την ίδια στιγμή, αν δεν τον ακολουθούσα, δεν μου άφηνε άλλη επιλογή απ’ την αιώνια καταδίκη. Δεν είχα καμιά ανάγκη να μου εξηγήσουν τι ήταν η Κόλαση, αφού είχα περάσει εκεί τη δική μου Εποχή. Αυτές οι λίγες ώρες ήταν αρκετές για να μου δείξουν ότι η Κόλαση βρίσκεται παντού όπου δεν βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός. Κι ύστερα τι μ’ ενδιέφεραν όλα τα άλλα μπροστά σ’ αυτό το καινούργιο και εξαίσιο ον που μόλις τώρα μου είχε αποκαλυφθεί;
Αυτός που έτσι μιλούσε μέσα μου ήταν ο καινούργιος άνθρωπος. Αλλά και ο παλιός αντιστεκόταν με όλες του τις δυνάμεις και δεν ήθελε να εγκαταλείψει τίποτα απ’ αυτήν τη ζωή που ανοιγόταν μπροστά του. Να το ομολογήσω; Κατά βάθος, το πιο ισχυρό συναίσθημα που μ’ εμπόδιζε να διαλαλήσω τις πεποιθήσεις μου ήταν ο σεβασμός που έτρεφα στους άλλους ανθρώπους. Και μόνο που σκεφτόμουν να αναγγείλω σε όλους τη μεταστροφή μου, να πω στους γονείς μου ότι ήθελα να νηστεύω την Παρασκευή και να αναγορευτώ έτσι, εγώ ο ίδιος, ένας από εκείνους τους καθολικούς που τόσο τους περιγελούσαν, μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας και, ώρες-ώρες, η βία που μου είχε ασκηθεί μου προξενούσε αληθινή αγανάκτηση. Αλλά αισθανόμουν πάνω μου ένα σταθερό χέρι. Και δεν γνώριζα ούτε έναν ιερέα. Και δεν είχα ούτε ένα φίλο χριστιανό.
Η μελέτη της θρησκείας έγινε το κύριο ενδιαφέρον μου. Παράξενο πράγμα! Η αγρύπνια της ψυχής και το ξύπνημα του ποιητικού χαρίσματος γίνονταν μέσα μου ταυτοχρόνως, διαψεύδοντας τις προκαταλήψεις και τους παιδικούς φόβους μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγραψα, στην πρώτη τους μορφή, τα δράματά μου Ο χρυσοκέφαλος και Η πόλη. Αν και ήμουν ακόμα ξένος στα ιερά μυστήρια, εντούτοις συμμετείχα στη ζωή της Εκκλησίας, άρχιζα επιτέλους να ανασαίνω και η ζωή εισχωρούσε μέσα μου από όλους μου τους πόρους.
Τα βιβλία που περισσότερο με βοήθησαν εκείνη την περίοδο ήταν αρχικά οι Σκέψεις του Πασκάλ, έργο ανεκτίμητο για όσους αναζητούν την πίστη, παρόλο που η επίδρασή τους για πολλούς υπήρξε ολέθρια• η Ανύψωση προς τα Μυστήρια και οι Διαλογισμοί πάνω στο Ευαγγέλιο του Μποσσυέ και οι άλλες φιλοσοφικές του πραγματείες˙ η ποίηση του Δάντη και οι θαυμαστές αφηγήσεις της Αδελφής Έμμεριχ˙ το Μετα τα φυσικά του Αριστοτέλη καθάρισε το πνεύμα μου και με εισήγαγε στην επικράτεια της αληθινής λογικής. Η Μίμηση του Ιησού Χριστού εξάλλου ανήκε σε μια σφαίρα πολύ προχωρημένη για μένα και τα δύο πρώτα βιβλία της μου είχε φανεί ότι διέθεταν τρομερή σκληρότητα. Αλλά το μεγάλο βιβλίο, που είχε ανοιχτεί μπροστά μου και απ’ το οποίο διδάχτηκα, ήταν η Εκκλησία. Να ‘ναι για πάντα ευλογημένη αυτή η μεγάλη και μεγαλοπρεπής μητέρα στα γόνατα της οποίας έμαθα τα πάντα. Περνούσα όλες μου τις Κυριακές στη Νοτρ-Νταμ και πήγαινα εκεί όσο μπορούσα πιο συχνά μέσα στην εβδομάδα. Ακόμα τότε αγνοούσα τη θρησκεία μου, όπως μπορεί να αγνοεί κανείς το βουδισμό. Και ιδού που το θείο δράμα ξετυλιγόταν τώρα μπροστά μου με μια μεγαλοπρέπεια που ξεπερνούσε όλη μου τη φαντασία. Δεν επρόκειτο πια για τη φτωχή γλώσσα των βιβλίων που αναφέρονταν στα θρησκευτικά καθήκοντα. Ήταν η πιο βαθιά και η πιο μεγαλειώδης ποίηση, οι πιο επιβλητικές χειρονομίες που εμπιστεύτηκε ποτέ κανείς σε ανθρώπινα πλάσματα. Δεν μπορούσα να χορτάσω το θέαμα της θείας λειτουργίας και κάθε κίνηση του ιερέα εγγραφόταν βαθιά στο πνεύμα μου και στην καρδιά μου. Η ανάγνωση της νεκρώσιμης ακολουθίας, της ακολουθίας των Χριστουγέννων, το θέαμα των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας, ο υπέροχος ύμνος του Εxultet, που δίπλα του μου φαίνονταν ανούσιοι οι πιο μεθυστικοί τόνοι του Σοφοκλή και του Πίνδαρου, όλα αυτά με πλημμύριζαν σεβασμό και χαρά, ευγνωμοσύνη, μετάνοια και λατρεία. Σιγά-σιγά, αργά και επίπονα, άνοιγε δρόμο μέσα στην καρδιά μου η σκέψη πως η τέχνη και η ποίηση είναι κι εκείνες πράγματα θεϊκά και ότι οι ηδονές της σάρκας, όχι μόνο δεν τους είναι απαραίτητες, άλλα απεναντίας τους είναι επιβλαβείς. Πόσο μακάριζα τους ευτυχισμένους χριστιανούς όταν τους έβλεπα να κοινωνούν! Όσο για μένα, μόλις και μετά βίας τολμούσα να γλιστρώ ανάμεσα σ’ εκείνους που, κάθε Παρασκευή της Μεγάλης Σαρακοστής, έρχονταν να ασπαστούν το ακάνθινο στεφάνι.
Εντούτοις τα χρόνια περνούσαν και η κατάστασή μου γινόταν αφόρητη. Παρακαλούσα μυστικά, με δάκρυα στα μάτια, το Θεό, αλλά δεν τολμούσα να ανοίξω το στόμα μου. Κάθε μέρα όμως οι ενστάσεις μου γίνονταν όλο και πιο αδύναμες και οι απαιτήσεις του Θεού όλο και πιο αυστηρές. Πόσο καλά το γνώριζα εκείνη τη στιγμή και πόσο δυνατό ήταν το άγγιγμα του Θεού επάνω στην ψυχή μου! Πώς έβρισκα το κουράγιο και του αντιστεκόμουν; Τον τρίτο χρόνο διάβασα τα Μεταθανάτια έργα του Μπωντλαίρ και εκεί είδα ότι ένας ποιητής, τον οποίο προτιμούσα απ’ όλους τους Γάλλους, είχε βρει την πίστη του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του και είχε παλέψει με τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες τύψεις όπως κι εγώ. Μάζεψα όλο μου το θάρρος και μπήκα ένα απόγευμα στο εξομολογητήριο του Αγίου Μεντάρ, της ενορίας μου. Τα λεπτά που πέρασαν καθώς περίμενα τον ιερέα είναι τα πιο πικρά της ζωής μου. Βρήκα εκεί ένα γέροντα, που μου φάνηκε ότι ελάχιστα συγκινήθηκε από μια ιστορία που σ’ εμένα φαινόταν τόσο ενδιαφέρουσα• μου μίλησε για τις «αναμνήσεις της πρώτης μου μετάληψης» (προς μεγάλη μου ενόχληση) και μου συνέστησε, πριν από κάθε άφεση, να ανακοινώσω τη μεταστροφή μου στην οικογένειά μου, κάτι για το οποίο σήμερα δεν μπορώ να του δώσω άδικο. Βγήκα από το εξομολογητήριο ταπεινωμένος και οργισμένος και δεν ξαναπήγα εκεί παρά μονάχα τον επόμενο χρόνο, όταν βρέθηκα κυριολεκτικά αναγκασμένος, νικημένος και εξωθημένος στα άκρα. Εκεί, σ’ αυτό τον ίδιο ναό του Αγίου Μεντάρ, βρήκα ένα νέο ιερέα, φιλεύσπλαχνο και αδερφικό, τον αβά Μενάρ, ο οποίος με συμφιλίωσε με την Εκκλησία, κι αργότερα συνάντησα τον άγιο και σεβάσμιο άνθρωπο της Εκκλησίας, τον αβά Βιγιώμ, που υπήρξε σύμβουλός μου και πολυαγαπημένος μου πατέρας, και σήμερα ακόμη, από τον ουρανό όπου βρίσκεται, δεν παύω να αισθάνομαι επάνω μου την προστασία του. Έκανα τη δεύτερη μετάληψή μου, τη μέρα ακριβώς των Χριστουγέννων του 1890 στη Νοτρ-Νταμ.
(1913, Paul Claudel, Ma conversion, στο OEuvres en prose, εκδ. Gallimard, Bibliothèque de la Pléiade, Παρίσι, 1973, Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου)
Signature

Η υπογραφή του Paul Claudel εξουσιοδοτημένη στο Yale University Press για τη μετάφραση του Connaissance de l’Est, 1914

 

Cover of Time Magazine (March 21, 1927)

Εξώφυλλο του Time Magazine (21 Μαρτίου 1927)

Ο τάφος του Κλωντέλ στη Μπρανγκ

Ο τάφος του Claudel στην Μπρανγκ

Κτίριο λεωφόρο Port Royal, όπου Claudel οικογένεια ζούσε 1886-1892.

Το κτίριο της λεωφόρου Port Royal, όπου ζούσε η οικογένεια Claudel 1886-1892.

Αναμνηστική πλάκα στο 11, boulevard Lannes όπου ο Paul Claudel πέθανε

Αναμνηστική πλάκα στο boulevard Lannes 11 όπου πέθανε ο Paul Claudel

Πορτραίτο του Paul Claudel    Félix Βαλλοτόν    εμφανίστηκε στο The Book of Μάσκες    Remy Gourmont (vol. II, 1898).

Πορτραίτο του Paul Claudel του Félix Valloton που εμφανίστηκε στο The Book of Μαsques Remy de Gourmont (vol. II, 1898).

 Αποφθέγματα

 

Λοιπόν, Θεέ μου, δεν σου ζητώ τίποτε. Να υπάρχεις, αυτό είναι αρκετό.

Δεν σας αγαπώ. Σας προτιμώ.

Η γυναίκα θα είναι πάντα ο κίνδυνος κάθε παράδεισου.

Ο άνθρωπος γερνάει την ημέρα που χάνει τη μητέρα του.

Υπάρχουν δυο τρόποι για να λάμπεις: είτε να αντανακλάς το φως είτε να το δημιουργείς.

Οι άνθρωποι δεν γίνονται ήρωες παρά μόνο όταν δεν έχουν άλλη επιλογή.

Το Καλό είναι πιο ενδιαφέρον από το Κακό γιατί είναι πιο δύσκολο.

Αν η τάξη είναι η ηδονή της λογικής, η αταξία είναι η απόλαυση της φαντασίας.

Τα 45 χρόνια είναι η ηλικία της ακαδημαϊκής εφηβείας.

Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν έγιναν μεγάλοι ακολουθώντας τους κανόνες της γραμματικής, αλλά επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες.

Η μεγαλοφυΐα είναι μια μακρά ανυπομονησία.

Κρίνει κανείς τους ανθρώπους καλύτερα από κάτω προς τα πάνω παρά από πάνω προς τα κάτω. (ερμηνεία: Είσαι σε θέση να κρίνεις καλύτερα τους ανωτέρους σου)

Η ευτυχία δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο της ζωής.

Ο χρόνος είναι η αμαρτία της αιωνιότητας.

Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από μια ιδέα, όταν δεν την έχει κανείς.

Στα γεράματα, δεν παθαίνει κανείς τίποτε από τα ελαττώματά του, ούτε μπορούν να του χρησιμεύσουν σε τίποτα.

Από εδώ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *