Από το συγγραφέα των “Χρονικών της Νάρνια”
Η σύντομη ιστορία «Ο άνθρωπος που γεννήθηκε τυφλός» γράφτηκε τη δεκαετία του 1940 από τον Κ.Σ. Λιούις, Ιρλανδό συγγραφέα, καθηγητή της Οξφόρδης, θεολόγο και φιλόσοφο. Το έργο είναι μονάχα λίγες σελίδες, αλλά μιλάει με βαθείς στοχασμούς για το καλό και το κακό, τις ταλαιπωρίες, την αιωνιότητα, την ύπαρξη, τη γνώση, την πίστη, το θάνατο και τον Θεό. Ενώ το ακριβές θέμα και τα σύμβολα της ιστορίας έχουν πολυσημία, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Ο Λιούις είχε ευφυΐα, αποκαλυπτικές και αφηγηματικές ικανότητες μεταξύ των πιο λαμπρών στην ιστορία.
Αυτό το βιβλίο προσπαθεί να αναδημιουργήσει τη διαδικασία, τη σύγχυση και το πώς ένας άνθρωπος άρχισε να βλέπει το φως του.
Το «Ο άνθρωπος που γεννήθηκε τυφλός» σε μετάφραση Μαρλένα Γεωργιάδη
«Μη χειρότερα!» είπε Μαίρη. «Πήγε κιόλας έντεκα. Κι εσύ σχεδόν κοιμάσαι Ρόμπιν!»
Σηκώθηκε βιαστική και μ’ ένα σωρό γνώριμους ήχους άρχισε να μαζεύει τις κουβαρίστρες της και τα μικρά χαρτονένια κουτάκια μέσα στο καλάθι της εργασίας της. «Έλα τεμπελάκο!» είπε. «Πρέπει να είσαι φρέσκος-φρέσκος για τον πρώτο σου περίπατο αύριο».
«Αυτό μου θυμίζει» είπε ο Ρόμπιν και σταμάτησε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που φοβόταν πως η φωνή του θα ηχούσε παράξενα. Έπρεπε να περιμένει για να συνεχίσει. «Υποθέτω», είπε, «πως,… πως θα έχει φως έξω, -όταν θα πάω για περίπατο;»
«Τί θέλεις να πεις, καλέ μου;» ρώτησε η Μαίρη. «Εννοείς πως έξω θα είναι πιο φωτεινά; Ε, ναι -υποθέτω πως θα είναι. Μα ομολογώ πως και το σπίτι είναι πολύ φωτεινό. Τούτο το δωμάτιο, να πούμε· όλη μέρα ο ήλιος ήταν μέσα».
«Ο ήλιος το κάνει… ζεστό;» ρώτησε ο Ρόμπιν δισταχτικά.
«Τί είναι όλα αυτά που λες;» είπε η Μαίρη γυρίζοντας ξαφνικά. Μίλησε απότομα, μ’ εκείνη τη φωνή που ο Ρόμπιν ονόμαζε «δασκαλίστικη».
«Θέλω να πω» είπε ο Ρόμπιν, «…να, κοίταξε να δεις, Μαίρη. Είναι κάτι που θα ήθελα να σε ρωτήσω από τότε που γύρισα από την κλινική. Το ξέρω πως εσένα θα σου φανεί ανόητο. Για μένα, όμως, είναι διαφορετικό. Μόλις έμαθα πως υπήρχε πιθανότητα να δω το φως μου, το περίμενα πώς και πώς. Το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουν πριν απ’ την εγχείριση ήταν «φως». Κι ύστερα, όλες αυτές τις μέρες που περίμενα μέχρι να βγάλουν τους επιδέσμους…»
«Μα, και βέβαια αγάπη μου. Αυτό είναι φυσικό!»
«Τότε, γιατί δεν…Θέλω να πω, που είναι το φως;»
Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Στις τρεις βδομάδες τώρα που έβλεπε δεν είχε μάθει ακόμα να διαβάζει την έκφραση στο πρόσωπο, μα γνώριζε από τ’ άγγιγμά της το μεγάλο ζεστό κύμα της ηλίθιας τρομαγμένης και στοργικής αγάπης που πλημμύρισε μέσα της.
«Δεν έρχεσαι να ξαπλώσουμε, Ρόμπιν, καλέ μου;» είπε. «Αν είναι κάτι το σοβαρό δεν μπορούμε να το συζητήσουμε και το πρωί; Είσαι κουρασμένος τώρα το ξέρεις».
«Όχι. Θέλω να το ξεκαθαρίσω τώρα. Πρέπει να μου πεις για το φως. Τί στην ευχή -δεν θέλεις να ξέρω;»
Κάθησε απότομα, με μια προσεγμένη ηρεμία που τον τρόμαξε.
«Πολύ καλά, Ρόμπιν» είπε. «Ρώτησέ με ό,τι θέλεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να στενοχωριέσαι, έτσι δεν είναι;»
«Ωραία, λοιπόν! Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει φως σ’ αυτό το δωμάτιο τώρα;»
«Και βέβαια υπάρχει».
«Τότε, πού είναι;»
«Μα, ολόγυρά μας».
«Το βλέπεις;»
«Ναι»
«Τότε, εγώ γιατί δεν το βλέπω;»
«Μα, Ρόμπιν, το βλέπεις. Αγάπη μου, λογικέψου. Εμένα με βλέπεις, έτσι δεν είναι; Και το τζάκι, και το τραπέζι, κι όλα, ε;».
«Αυτά είναι το φως; Αυτό είν’ όλο; Είσαι εσύ φως; Είναι το τραπέζι φως; Είναι το τζάκι φως;»
«Ω! Κατάλαβα! Όχι, ασφαλώς δεν είναι. Αυτό είναι το φως» είπε κι έδειξε τον γλόμπο που κρεμόταν απ’ το ταβάνι με το πλατύ τριανταφυλλί του σκιάδι.
«Αν το φως είναι αυτό, τότε γιατί μου είπες πως βρίσκεται ολόγυρά μας;»
«Ήθελα να πω πως αυτό είναι που μας δίνει το φως. Το φως έρχεται από εκεί!»
«Τότε, πού βρίσκεται το φως καθαυτό; Βλέπεις; Δεν μου λες. Κανένας δεν μου λέει. Μου λες πως το φως είναι εδώ, και το φως είν’ εκεί, και τούτο είναι στο φως κι εκείνο είναι στο φως, και χθες μου είπες πως στεκόμουνα στο φως σου, και τώρα μου λες πως φως είναι ένα κομματάκι κίτρινο σύρμα σε μέσα μια γυάλινη φούσκα που κρέμεται από το ταβάνι. Φως το λες αυτό; Γι’ αυτό το πράγμα μιλούσε ο Μίλτον; Γιατί κλαις; Άμα δεν ξέρεις τι είναι το φως, γιατί δεν το λες; Αν η εγχείριση απότυχε και δεν μπορώ να δω καλά, πέστο μου. Αν δεν υπάρχει τίποτα, κι αν δεν ήταν όλα παρά ένας μύθος από την αρχή, πέστο μου. Αλλά για τ’ όνομα του Θεού…»
«Ρόμπιν! Ρόμπιν! Μη! Μη συνεχίζεις!»
«Να μη συνεχίζω ποιό πράγμα;»: Παράτησε τότε τη συζήτηση, της γύρεψε συγνώμη, την καθησύχασε και πήγαν να κοιμηθούν.
Ένας τυφλός έχει λίγους φίλους. Όμως, ένας τυφλός που απόχτησε πρόσφατα το φως του, από μιαν άποψη δεν έχει κανέναν. Δεν ανήκει ούτε στον κόσμο των τυφλών, ούτε και στον κόσμο εκείνων που βλέπουν και με κανέναν δεν μπορεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του. Ύστερα απ’ τη συζήτηση εκείνης της βραδυάς ο Ρόμπιν δεν ξανάκανε κουβέντα σε κανέναν για το πρόβλημά του με το φως. Καταλάβαινε πως θα τον πέρναγαν για τρελό. Όταν την επόμενη μέρα η Μαίρη τον έβγαλε στον πρώτο του περίπατο έξω, εκείνος απαντούσε σ’ όσα του έλεγε μ’ ένα, «Είναι θαύμα!» Είναι όλα θαύμα! Άσε με να τ’ απολαύσω!» Κι εκείνη ήταν ικανοποιημένη. Ερμήνευε τις πεταχτές ματιές του σαν βλέματα απόλαυσης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, έψαχνε, -έψαχνε με μια πείνα ακόρεστη. Ακόμα κι αν τολμούσε, το ‘ξερε πως δεν οφελούσε να την ρωτήσει για τα πράγματα που έβλεπε γύρω του, «Είναι φως αυτό;» Το ‘ξερε κι ο ίδιος πως θα του απαντούσε, «Όχι, αυτό είναι πράσινο» (ή «γαλάζιο», ή «κίτρινο», ή «ένα χωράφι», «ένα δέντρο» ή «ένα αυτοκίνητο»). Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα μέχρι να μάθαινε να πηγαίνει περίπατο μονάχος του.
Πέντε περίπου βδομάδες αργότερα η Μαίρη είχε πονοκέφαλο και πήρε το πρωινό της στο κρεβάτι. Κατεβαίνοντας ο Ρόμπιν τις σκάλες ταράχτηκε σαν ένιωθε ένα γλυκό αίσθημα φυγής κι ελευθερίας από την απουσία της. Τότε, μ’ έναν βαθύ κι αδιάντροπο στεναγμό ανακούφισης έκλεισε ξεπίτηδες τα μάτια του και προχώρησε ψηλαφητά περνώντας μέσα απ’ την τραπεζαρία κατά την βιβλιοθήκη του. Τούτο το πρωινό θα παράταγε την κουραστική διαδικασία να καθοδηγείται από τα μάτια του και να υπολογίζει τις αποστάσεις και θα χαιρόταν τα παλιά απλά συστήματα των τυφλών. Χωρίς προσπάθεια τα δάχτυλά του έτρεξαν πάνω στις σειρές των βιβλίων Μπράιγ και ξεχώρισε τον φθαρμένο τόμο που ήθελε. Γλίστρησε τα δάχτυλά του πάνω στα φύλλα κι έσυρε τα βήματά του στο τραπέζι διαβάζοντας, καθώς πήγαινε. Με τα μάτια ακόμα κλειστά έκοψε το φαγητό του, ακούμπησε το μαχαίρι, έπιασε το πιρούνι με τ’ αριστερό κι άρχισε να διαβάζει με το δεξί. Ένιωσε πως αυτό ήταν το πρώτο γεύμα που απολάμβανε πραγματικά από τότε που βρήκε το φως του. Ήταν και το πρώτο βιβλίο που χαιρόταν! Όλοι τους έλεγαν πως είχε μάθει πολύ γρήγορα να διαβάζει με τα μάτια, όμως ποτέ δεν θα ήταν το ίδιο. Την λέξη «ν-ε-ρ-ό» μπορούσε κανείς να την συλλαβίσει, μα τούτα τα μαύρα σημαδάκια δεν μπορούσαν ποτέ, μα ποτέ, να συνδυαστούν στην έννοια που τους δίνει το Μπράιγ καθώς το ίδιο σχήμα των στοιχείων φέρνει στ’ ακροδάχτυλα μια στιγμιαία υγρή αίσθηση.
Εκείνο το πρωινό είχε πέσει πούσι· όμως, είχε κι άλλοτε συναντήσει ομίχλη κι αυτό δεν τον ενοχλούσε. Περπάτησε μέσα στο πούσι κι αφήνοντας την μικρή πόλη πίσω του ανηφόρισε τον απότομο λόφο κι ύστερα πέρασε το μονοπάτι του χωραφιού στο χείλι του νταμαριού. Πριν λίγες μέρες τον είχε πάει από ‘κει η Μαίρη για να του δείξει αυτό που εκείνη αποκαλούσε «θέα». Καθώς κάθονταν κοιτάζοντας εκείνη είχε πει, «Τι ωραίο που είναι το φως πάνω σ’ αυτούς τους λόφους εκεί κάτω». Αυτός ήταν ένας ορισμός πολύ άτυχος γιατί τώρα πείστηκε πως κι εκείνη δεν γνώριζε για το φως πολύ περισσότερα απ’ όσα γνώριζε εκείνος και πως χρησιμοποιούσε τη λέξη δίχως τίποτα να εννοεί. Είχε ακόμα αρχίσει να υποψιάζεται πως οι περισσότεροι μη-τυφλοί βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Αυτό που άκουγε κανείς δεν ήταν παρά η απλή παπαγαλίστικη επανάληψη μιας φήμης, -της φήμης κάποιου πράγματος που ίσως (τούτη ήταν η τελευταία του ελπίδα) οι μεγάλοι ποιητές και οι προφήτες από τα χρόνια τα παλιά είχαν δει και γνώριζαν πραγματικά. Πάνω στη δική τους μαρτυρία μονάχα βάσιζε τις ελπίδες του. Ήταν ακόμα πιθανό να υπήρχε πραγματικά κάπου στον κόσμο -όχι παντού όπως οι ανόητοι προσπαθούσαν να τον κάνουν να πιστέψει- φυλαγμένο σε δάση βαθιά ή σε μακρυνές θάλασσες, αυτό το πράγμα που λέγεται Φως, που ξεπετάγεται σαν το νερό απ’ την πηγή ή μεγαλώνει σαν το λουλούδι.
Φτάνοντας στο χείλι του νταμαριού το πούσι αραίωνε. Δεξιά κι αριστερά φαίνονταν όλο και περισσότερα δέντρα και τα χρώματά τους γίνονταν όλο και ζωηρότερα κάθε στιγμή που περνούσε. Η σκιά του βρισκόταν εμπρός του και παρατήρησε πως καθώς την κοίταζε σκούραινε και διαγραφόταν καθαρότερα. Τα πουλιά κελαιδούσαν. Έκανε ζέστη. «Αλλά και πάλι, τίποτα» μουρμούρισε. Ο ήλιος πίσω του είχε φανεί αλλά το βάθος του νταμαριού ήταν ακόμα γιομάτο πούσι· μια άμορφη ασπράδα, σχεδόν εκτυφλωτική.
Ξάφνου άκουσε έναν άνθρωπο να τραγουδά. Κάποιος που δεν τον είχε προσέξει πρωτύτερα στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού με τα πόδια ανοιχτά και κάτι έκανε πάνω σ’ ένα πράγμα που ο Ρόμπιν δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει. Αν είχε περισσότερη πείρα θα ήξερε πως ήταν ένα τελάρο πάνω σ’ ένα καβαλέτο. Όμως τώρα, η ματιά του συνάντησε τη ματιά αυτού του παράξενου κι αγριωπού ξένου τόσο απρόσμενα, ώστε προτού καταλάβει τι έκανε, του ξέφυγε και του πέταξε, «Τι κάνεις εκεί;»
«Τι κάνω;» είπε ο ξένος κάπως απότομα. «Τι κάνω; Προσπαθώ να πιάσω το φως, αν θες να ξέρεις. Να τι κάνω, που να πάρει…»
Ένα χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπο το Ρόμπιν. «Κι εγώ το ίδιο», είπε κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά.
«Α, ώστε ξέρεις κι εσύ; είπε ο άλλος προσθέτοντας σχεδόν με κακία, «Είναι όλοι τους ανόητοι. Πόσοι απ’ αυτούς έρχονται να ζωγραφίσουν μια μέρα σαν κι ετούτη, ε; Πόσοι θα το καταλάβαιναν, ακόμα κι αν τους το έδειχνες; Κι όμως, αν μπορούσαν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, σήμερα είναι η μοναδική μέρα μέσα στο χρόνο που μπορείς πραγματικά να δεις το φως· ένα φως δυνατό που μπορείς να το πιεις στο ποτήρι ή να λουστείς σ’ αυτό. Κοίταξε!»
Άρπαξε τον Ρόμπιν απ’ το μανίκι τραχειά δείχνοντάς του το βάθος που ανοιγόταν στα πόδια τους. Η ομίχλη κι ο ήλιος πάλευαν θανατερά, μα στο βάθος του νταμαριού δεν έβλεπες ούτε μια πέτρα ακόμα. Οι ατμοί έλαμπαν σαν άσπρο μέταλλο και ξετυλίγονταν ολοένα, κυκλικά, προς το μέρος τους. «Το βλέπεις αυτό;» φώναξε απότομα ο ξένος. «Να το φως που γυρεύεις!»
Ένα δευτερόλεπτο αργότερα η έκφραση στο πρόσωπο του ζωγράφου είχε αλλάξει. «Στάσου!» φώναξε. «Τρελάθηκες;» Έκανε ν’ αδράξει τον Ρόμπιν. Άργησε. Έστεκε κιόλας μοναχός του στην άκρη του μονοπατιού. Από ένα σκίσιμο στην ομίχλη που απλωνόταν κάτω του και που έκλεινε κιόλας αστραπιαία, δεν ακούστηκε φωνή μα μονάχα ένας ήχος τόσο σκληρός που δεν θα περίμενε κανείς πως θα ‘βγαινε από το πέσιμο ενός μαλακού ανθρώπινου κορμιού· αυτό, και κάποια λιθάρια που κατρακύλισαν.