Πώς να επικαλεστώ το Θεό μου, το Θεό και Κύριό μου, αφού βέβαια, όταν τον επικαλούμαι, τον καλώ εντός μου; Ποιός τόπος, αλήθεια, υπάρχει εντός μου, όπου εντός μου νάρθη ο Θεός μου· όπου ο Θεός νάρθη εντός μου, ο Θεός, ο ποιητής ουρανού και γης; Άραγε, Κύριε και Θεέ μου, υπάρχει τίποτε μέσα μου που να σε χωρή; Ή μην τυχόν σε χωρούν ο ουρανός κι η γη που έπλασες κι όπου μέσα τους κι εμέναν έπλασες; Ή μήπως (επειδή τίποτε απ’ ό,τι υπάρχει δε θα μπορούσε να υπάρξει χωριστά από σένα) πρέπει να γίνη δεκτό πως ό,τι υπάρχει σε περιέχει; Αφού λοιπόν κι εγώ υπάρχω, πώς ζητώ νάρθης εντός μου, που δε θα υπήρχα αν δεν ήσουν εντός μου; Γιατί εγώ ακόμη δεν είμαι στον Άδη, κι όμως ακόμη κι εκεί βρίσκεσαι, αφού και αν κατέβω στον Άδη, είσαι παρών. Δεν θα υπήρχα λοιπόν, Θεέ μου, δε θα υπήρχα καθόλου, αν δε βρισκόσουν εντός μου· ή καλύτερα, δε θα υπήρχα, αν δε βρισκόμουν εντός σου, απ’ όπου, δι’ ου και όπου τα πάντα. Έτσι είναι, Κύριε, έτσι είναι. Πού λοιπόν σ’ επικαλούμαι, αφού βρίσκομαι εντός σου; ή από πού θα μπορούσες νάρθης εντός μου; Γιατί πού να καταφύγω, πέραν ουρανού και γης, για νάρθη εκείθεν εντός μου ο Θεός μου που είπε· εγώ πληρώ τον ουρανό και τη γη; (Βιβλ. Α. κεφ. 2).
Άραγε λοιπόν σε χωρούν ο ουρανός και η γη, αφού τα πληροίς; ή μήπως τα πληροίς κι όμως περισσεύεις αφού δε σε χωρούν; Και πού σκορπίζεις ό,τι περισσεύει από σένα μετά το πλήρωμα του ουρανού και της γης; Ή μήπως δεν έχεις ανάγκη να περιέχεσαι από κάτι, συ που χωρείς τα πάντα, αφού όσα πληροίς τα πληροίς περιέχοντάς τα; Γιατί δε χρεωστείς την ευστάθεια στα αγγεία που πληροίς, αφού κι αν συντριβούν δε θα χυθείς έξω· κι όταν απλώνεσαι επάνω μας, δεν κατέρχεσαι-μας ανορθώνεις· ούτε και διασπείρεσαι-μας συνάγεις: όμως τα πάντα όσα πληροίς, όλα με όλο σου το είναι τα πληροίς. Ή μήπως (επειδή όλα αυτά δεν μπορούν να περιλάβουν ολόκληρο το είναι σου) μεταλαμβάνουν μονάχα από κάποιο μέρος σου και μάλιστα όλα το ίδιο μέρος ταυτόχρονα; ή μήπως το καθένα χωριστά παίρνει από σένα το δικό σου μέρος (τα μεγαλύτερα, μεγαλύτερο· τα μικρότερα, μικρότερο); Άλλο λοιπόν τμήμα σου είναι μεγαλύτερο κι άλλο μικρότερο; ή μήπως παντού είσαι ολόκληρος και τίποτε δε σε χωρεί ολόκληρον; (Βιβλ. Α, κεφ. 3).
Ποιός θα μου δώσει ν’ αναπαυτώ εντός σου; Ποιός θα μου δώσει νάρθης μες στην καρδιά μου, να τη μεθύσεις και να ξεχάσω τις συμφορές μου και να σ’ αγκαλιάσω, μονάκριβο αγαθό μου; Τί είσαι για μένα; Συγχώρησέ μου να μιλήσω. Τί είμαι εγώ ο ίδιος για σένα που ν’ απαιτής να σ’ αγαπώ, που, αν δεν υπακούσω, να οργίζεσαι και να μου απειλής συμφορές ασήκωτες; Μην τάχα είναι μικρή συμφορά να μη σ’ αγαπώ; Αλοίμονο! Για χάρη της ευσπλαχνίας σου, πες μου, Κύριε και Θεέ μου, τί είναι για μένα· πες στην ψυχή μου· εγώ είμαι η σωτηρία σου. Έτσι μίλησε για να σ’ ακούσω. Ιδού τ’ αφτιά της καρδιάς μου μπροστά σου, Κύριε· άνοιξε τα και μίλησε στην ψυχή μου· εγώ είμαι η σωτηρία σου. Θα δράμω στα ίχνη της φωνής σου και θα σε προφτάσω. Μην αποκρύπτεις το πρόσωπό σου από μένα· ας πεθάνω, μήπως και πεθάνω για να το ιδώ. Ο οίκος της ψυχής μου είναι στενός για να σε δεχτή· επέκτεινέ τον. Να πέση έτοιμος· διόρθωσέ τον. Πολλά σ’ αυτόν προσβάλλουν τους οφθαλμούς σου· τ’ ομολογώ και το γνωρίζω. Ποιός όμως θα τον καθάρη; ή σε ποιόν άλλον εκτός από σένα θα κράξω· από τις αμαρτίες μου τις κρύφιες καθάρισέ με, Κύριε, και από των άλλων τα παραπτώματα σώσε με; Πιστεύω, γι’ αυτό και λαλώ. Κύριε, συ ξέρεις. Μην δεν ωμολόγησα, Θεέ μου, τις αμαρτίες μου εναντίον μου και δε συγχώρησες την ασέβεια της καρδιάς μου; Δε θα εισέλθω σε κρίση μαζί σου, που είναι η αλήθεια. Κι εγώ δε θέλω να γελάσω τον ίδιο τον εαυτό μου, μήπως και η ανομία μου δειχτή στον εαυτό της μάρτυρας ψεύτικος. Λοιπόν, δεν θα εισέλθω σε κρίση μαζί σου, γιατί αν αυστηρά τις ανομίες ελέγξης, Κύριε, σ’ αυτό το βάρος ποιός θα αντέξη; (Βιβλ. Α, κεφ. 5).
Μετάφραση: Γεώργιος Α. Χριστοδούλου